Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009


Πόλεμος και πολιτικοί

Ίσως να είναι τώρα πολύ μελό να θυμηθεί κανείς τον Μπέρτολντ Μπρεχτ και να γράψει ότι αυτοί που θέλουν τον πόλεμο κηρύττουν την ειρήνη. Ας κρατήσουμε, λοιπόν, την παρατήρηση του Άντριαν Χάμιλτον στον «Independent», ότι δηλαδή αυτό που θα έπρεπε να έχει κανείς διδαχτεί από τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι οι συνέπειές του είναι κάτι που θα κουβαλάνε πάντα στις πλάτες τους σαν βαρίδι πολλές ακόμα από τις επόμενες γενιές. Κάτι που είχε τονίσει από την πρώτη στιγμή και ο άλλοτε γ.γ. του ΟΗΕ, Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι.
Κλείνουν σήμερα ακριβώς 21 ημέρες από τη στιγμή που άρχισαν οι ισραηλινοί βομβαρδισμοί στη Λωρίδα της Γάζας σαν απάντηση στις ρουκέτες της Χαμάς. Όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές, όλοι μιλούσαν για την εκεχειρία και όλοι έβρισκαν ενδιαφέρουσες τις σχετικές προτάσεις, υπό την προϋπόθεση να έχουν εκπληρωθεί πρώτα οι δικοί τους αναγκαίοι όροι. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και οι πιο σκληροί πόλεμοι έχουν πάντα κάποια μικρά διαλείμματα για να μπορέσουν να ανασυνταχθούν οι μαχητές και να κάνουν τον απολογισμό τους.
Ο ίδιος Βρετανός δημοσιογράφος τόνιζε στο συγκεκριμένο του σχόλιο ότι ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αναπόφευκτος. Αλλά τελικά και οι δύο πλευρές έμοιαζαν να τον επιδιώκουν. Η Χαμάς για να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο τους κλειδωμένους και απελπισμένους ανθρώπους γύρω από αυτή. Και το Ισραήλ για να αισθανθεί για μία ακόμη φορά ότι είναι σε θέση να ταπεινώσει τους Παλαιστινίους και να στείλει ξανά το μήνυμά του στην ευρύτερη περιοχή. Αλλά με αυτή τη λογική είναι πράγματι αδύνατο να υπάρξει ποτέ πραγματική ειρήνη.
Τώρα, που όλοι αναρωτιούνται το τι θα πρέπει να γίνει μετά τον πόλεμο, είναι ακριβώς αυτή η διαπίστωση που φοβίζει και αφαιρεί κάθε ψήγμα αισιοδοξίας. Γιατί ο πόλεμος αυτός δεν αποτέλεσε μια αποτυχία της πολιτικής, όπως ακόμα συνεχίζουν να λένε πολλοί. Αποτέλεσε ένα αποτέλεσμα πολιτικής και πολιτικών, που έδειξαν να τον έχουν προγραμματίσει γιατί θεωρούσαν ότι τον χρειάζονταν. Πάλι ο Άντριαν Χάμιλτον σημείωνε ότι αποκλειστικά πολιτικοί υπολογισμοί οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη στην αυγή μιας χρονιάς που ξεκινά όπως ακριβώς τελείωσε και η προηγούμενη. Και ότι, όπως συμβαίνει σε όλες τις αιματηρές συγκρούσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη, έτσι και στη Μέση Ανατολή κανείς δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για να σταματήσει τη βία. Ύστερα αναρωτιόμαστε γιατί οι κοινωνίες μας γίνονται πιο βίαιες. Είναι τόσο δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι όταν ένας ολόκληρος πλανήτης δείχνει να αποδέχεται τον κυνισμό και την υποκρισία ως αρχές, όταν τα γεγονότα καθημερινά δικαιώνουν αυτούς που δείχνουν να μπορούν να επιβάλουν το νόμο του δικού τους τσαμπουκά, τότε είναι αναπόφευκτο ότι η λογική αυτή αρχίζει να περνά και μέσα στη λειτουργία της κάθε κοινωνίας. Για να μην τα μπλέξουμε όπως η κότα με το αβγό και πούμε ότι για να επικρατήσει και στις διεθνείς σχέσεις με τόσο απόλυτο τρόπο το δίκιο του ισχυροτέρου αυτό προφανώς ήδη θα έχει συμβεί πρώτα και σε εθνικό επίπεδο.
Η περίπτωση του Ισραήλ είναι ιδανική για μελέτες πάνω σε αυτό το φαινόμενο επειδή ακριβώς έχουμε να κάνουμε με ένα κράτος που έχει μάθει να ζει με τον πόλεμο εδώ και 60 χρόνια. Που έχει μάθει να χρησιμοποιεί τις τακτικές της προπαγάνδας για να δικαιολογήσει οτιδήποτε. Που έχει τελειοποιήσει τη μεθοδολογία εξεύρεσης επιχειρημάτων για να ντύσει επικοινωνιακά ακόμα και την πιο σκληρή του πράξη. Δεν είναι τυχαίο που οι δυνάμεις του λέγονται αμυντικές. Δεν είναι σύμπτωση που οι εκπρόσωποί τους είναι συνήθως κάποιες ξανθές κοπέλες και όχι κάποιοι βλοσυροί στρατηγοί. Και δεν είναι καθόλου απροσδόκητη η σπουδή των Ισραηλινών να κρατήσουν τους ξένους ανταποκριτές μακριά από το πεδίο της μάχης. Ο επικοινωνισμός απαιτεί ενημέρωση μόνο μέσα από επίσημα ανακοινωθέντα, δελτία Τύπου και προσκηνοθετημένα βίντεο σαν αυτά που παρουσίασε η υπουργός Εξωτερικών Τζίπι Λίβνι στους ξένους δημοσιογράφους «πουλώντας» τους φιάλες οξυγόνου σαν ρουκέτες…
Θα αντιτείνει κανείς ότι όλα αυτά δεν είναι και πρωτόγνωρα. Ο Ρόμπερτ Φισκ σημείωνε όμως την πιο φρικιαστική καινοτομία αυτού του πολέμου. Για πρώτη φορά τόσοι πολλοί ξένοι ηγέτες και, δυστυχώς, και τόσοι πολλοί δημοσιογράφοι ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν το παλιό ψέμα του Iσραήλ, ότι δηλαδή κάνει ό,τι είναι δυνατό για να αποφύγει τις απώλειες αμάχων. «Λες και ξεχάστηκαν οι 17.500 νεκροί από την εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο, οι 1.700 από τη σφαγή σε Σάμπρα και Τσατίλα, η σφαγή της Κανά το 1996 και οι πάνω από 1.000 νεκροί, στην πλειονότητά τους άμαχοι, από τον πόλεμο στον Λίβανο το 2006».
Ήταν πραγματικά πρωτόγνωρη η προθυμία του υπόλοιπου κόσμου να δεχτεί την ισραηλινή επιχειρηματολογία για να καθησυχάσει λες τη συνείδησή της. Ήταν ασυνήθιστη η απραξία του ΟΗΕ που αυτή τη φορά δεν μπόρεσε ούτε τα προσχήματα να κρατήσει. Οι αναφορές στα νεκρά παιδιά λες και αρκούσαν για να καλύψει κανείς την απραξία του. Για να σβήσει το ιστορικά καταγεγραμμένο αξίωμα ότι στον πόλεμο πάντα την πληρώνουν τα παιδιά και οι άμαχοι. Γιατί κανείς ποτέ δεν είχε σφαίρες και βόμβες που να επιλέγουν τους στόχους τους με βάση την ηλικία.
Είχαμε, λοιπόν, την ανάδυση της πολιτικής υποκρισίας σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα. Ακόμα και αυτό που ήρθε στα μέσα της περασμένης εβδομάδας να μας προσφερθεί ως λύση δεν ήταν παρά αποτέλεσμα μιας τέτοιας ψευδαίσθησης. Ο 80χρονος Αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ, ηγέτης ενός κράτους βουτηγμένου στα χρέη και τη διαφθορά και εξαρτώμενος σχεδόν 100% από τις αμερικανικές διαθέσεις, προσπάθησε να μετατραπεί σε ειρηνοποιό μαζί με τον Νικολά Σαρκοζί, ο οποίος ακόμα και εκείνες τις δραματικές ώρες δεν άντεχε στον πειρασμό να χαιρετά κουνώντας το δεξί του χέρι τις κάμερες, έστω κι αν οι κλασικοί του ξένοιαστοι γέλωτες είχαν αντικατασταθεί τώρα από συγκρατημένα χαμογελάκια. Ένας κόσμος που νοιάζεται για την ειρήνη και…τις επόμενες εκλογές. Όπως ο Εχούντ Μπάρακ, η Τζίπι Λίβνι, αλλά και ο Μαχμούτ Αμπάς, ο Μασάλ και ο Χανίγια. Γιατί όπως σημείωνε με κυνισμό στο «Spiegel» o Μοχάμεντ Νταλάν, ένα από τα «σκληρά μυαλά» της παλαιστινιακής πλευράς, η μια πλευρά χρειάζεται την άλλη για να μπορέσει να κρατήσει όσο γίνεται ισχυρότερη την εξουσία της: «Το Ισραήλ χρειάζεται τη Χαμάς για να εμποδίσει ένα παλαιστινιακό κράτος. Ο στόχος της επίθεσης είναι απλά να επιτευχθούν καλύτερες συνθήκες για την επόμενη κατάπαυση του πυρός».
Ίσως η Ιστορία να ήθελε να μας κοροϊδέψει. Αλλά μαθαίναμε τις πρώτες μέρες των βομβαρδισμών ότι πέθαινε και πλήρης χρόνων και ο Σάμουελ Χάντιγκτον, ο συγγραφέας της «Μάχης των Πολιτισμών». Το μήνυμα του βιβλίου του είναι πάντα αμφιλεγόμενο. Αλλά σίγουρα ο πολιτισμός που βιώνουν οι ζωντανοί νεκροί στη Γάζα δεν έχει να κάνει ούτε με τις διευκρινίσεις του Ισραήλ για το πώς χτυπήθηκαν τα σχολεία ούτε με την πολιτική ορθότητα του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος ήθελε να κρατήσει τους τύπους και να μη μιλήσει ως πρόεδρος πριν από την ώρα του. Αφού δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει ως άνθρωπος και ως πολιτικός έχει δίκιο…
Ας μην ξεχνάμε, πάντως, ότι και ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ ως πρώτη του προτεραιότητα πριν και από την τρομοκρατία ανέφερε στην πρώτη του μετεκλογική συνέντευξη «τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Αυτόν τον πόλεμο που επίμονα επικαλείται από την πρώτη στιγμή και το Ισραήλ προσπαθώντας να μας πείσει για την ιερότητά του.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν, λοιπόν, δύο διαφορετικοί πολιτισμοί. Εκείνος που νοιάζεται για το αν στις εκλογές στο Ισραήλ στις 10 Φεβρουαρίου θα βγει νικητής ο «Εργατικός» Μπάρακκ ή ο «δεξιός» Νετανιάχου. Που αναρωτιέται αν ο Αμπάς ή η Χαμάς θα βγουν ενισχυμένοι από αυτή τη σύγκρουση. Που προσπαθεί να προβλέψει αν κάθε φράση του Ομπάμα, κάθε κίνηση του Σαρκοζί θα μπορούσαν να τους αναδείξουν ως «σωτήρες» ή ως αποτυχημένους. Και υπάρχει και ο κόσμος εκείνων που θα συνεχίζουν να πουλάνε σκουπίδια για να επιβιώσουν, που θα εξαρτώνται από λαθρέμπορους και «μαχητές μαφιόζους» για να εξασφαλίσουν το πιάτο της ημέρας και θα αναρωτιούνται κάθε φορά που θα βγαίνουν από το σπίτι τους αν θα γυρίσουν ζωντανοί. Ο πολιτισμός της Γάζας. Τα παιδιά που έμειναν για μέρες δίπλα σε νεκρές μανάδες ή είδαν να χάνονται από μια βόμβα τρία, τέσσερα και πέντε αδέρφια τους δεν ασχολούνται ούτε με τις διπλωματικές ικανότητες των Δυτικών ηγετών ούτε με τις φιλοδοξίες κάποιων Αράβων ηγετών. Το μόνο που νιώθουν είναι μίσος και είναι πρόθυμα να ακολουθήσουν τον πρώτο «εξτρεμιστή», που θα τα πάρει από το χέρι για να τους δώσει μια προοπτική εκδίκησης. Είναι αυτός ο πολιτισμός που έχει επιβληθεί εδώ και δεκαετίες στην περιοχή και είναι διαφορετικός από αυτόν που προσπαθούν να μας πλασάρουν στις τηλεοράσεις. Για να παραφράσουμε αυτό που λεγόταν πρόσφατα για την οικονομία: «Είναι ο πόλεμος, ηλίθιε».

http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/01/10/100109%2025.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: