Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

ΓΙΑΤΊ ΚΛΑΙΣ, ΠΡΟΕΔΡΕ;


Τα αληθινά δάκρυα απεχθάνονται το φως της δημοσιότητας.

ΜΠ. ΜΠΡΕΧΤ


28 Οκτώβρη 2011

Είδα το παιδί στο αναπηρικό καρότσι να ορθώνεται. Είδα το φάσκελο του έφηβου στους κομισάριους. Είδα τους νέους να αποστρέφουν το βλέμμα απ' την εξέδρα του καίσαρα. Είδα το πένθος στα άσπρα πουκάμισα. Είδα τη σημαία να ατενίζει το λαό. Είδα στις μπάντες με μαύρες κορδέλες. Είδα την απόγνωση να γίνεται οργή, την οργή να παίρνει στόμα, το στάμα να καταριέται και να απαιτεί.

ΕΠΕΛΑΣΗ, ΠΑΡΕΛΑΣΗ, ΠΡΟΕΛΑΣΗ.


Στην τελετή παράδοσης της προεδρίας το 2005, η αποχωρούσα πρόεδρος, κ. Ψαρούδα Μπενάκη, τονίζει: «τα εθνικά σύνορα και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιοριστούν». «Τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη θα υποστούν μεταβολές, καθώς θα μπορούν να προστατεύονται αλλά και να παραβιάζονται, από αρχές και εξουσίες πέραν των γνωστών και καθιερωμένων». «Η δημοκρατία θα συναντήσει προκλήσεις και θα δοκιμαστεί από ενδεχόμενες νέες μορφές διακυβέρνησης».

Έκτοτε η κ. Μπενάκη εξαφανίστηκε από το πολιτικό προσκήνιο, ενώ τη δήλωσή της δεν καταδέχτηκε να σχολιάσει κανένας εμβριθής αναλυτής, κανένας ειδικός παραθυρολάγνος.

Σε αυτή την απίστευτη δήλωση, θα μπορούσατε τουλάχιστον να πείτε πως, όσον αφορά την προεδρία της δημοκρατίας, θα αποκρούσετε τέτοια μαύρα ενδεχόμενα και θα προστατέψετε την εθνική κυριαρχία και τα δικαιώματα των ανθρώπων. . Εσείς τότε, κύριε πρόεδρε, απαντήσατε με ένα ασυνάρτητο «ευχαριστώ».

Η «λαϊκή κυριαρχία», που αναφέρεται στον πρόλογο του συντάγματος και που με τόσο ωραία λογάκια διατυμπανίστηκε από το μεγάλο παραμυθά στο «συμβόλαιο με το λαό», συρρικνώθηκε στην υπογραφή του νεογιάπη υπουργού οικονομικών και παραοικονομίας.

Από τις 6 Μάη 2010 και στο εξής, ο εκάστοτε αυτός αποφασίζει την ανανέωση των συνθηκών παράδοσης της χώρας, καταδεχόμενος ενίοτε να σας ενημερώνει. Οι πολλοί των «έγκριτων» συνταγματολόγων και οι συνυπεύθυνοι συνυπουργοί κατάπιανε αμάσητη την πιο κατάφωρη παραβίαση του. Η χώρα παραδόθηκε στο στόμα του λύκου. Άρχισε η μεγάλη νύχτα για το λαό. Εσείς τότε εκκωφαντικά, και οπωσδήποτε χωρίς να δακρύσετε, σιωπήσατε, κύριε πρόεδρε.

Και όσο έβλεπαν με πόση άνεση συνυπογράφετε, αποφάσισαν να μην μπαίνουν καν στον κόπο. Ούτε εκείνοι, ούτε εσείς. Μνημόνιο και δανειακή σύμβαση, οι δυο μαύρες νεκρολογίες, δεν φέρουν καν τη δική σας υπογραφή. Όχι γιατί την αρνηθήκατε, όπως θα έπρεπε ως εγγυητής του Συντάγματος, αλλά γιατί σας θεώρησαν -τόσο απαξιωτικά για σας, τόσο καταστροφικά για τη χώρα- δεδομένο. Κι όμως δε δακρύσατε.

Όταν ο υπογραμμένος από εσάς νόμος περί συλλογικών διαπραγματεύσεων και το άρθρο 22 του Συντάγματος περί προστασίας της εργασίας, «ηθικής και υλικής εξύψωσης του εργαζόμενου» και άλλα τέτοια μπλα-μπλα, έγιναν κουρέλι από ένα μνημόνιο ενταφιασμού της στοιχειώδους εργασιακής αξιοπρέπειας, αποδεχτήκατε το κουρέλιασμα. Μόνο που δεν κουρελιαζόντουσαν λέξεις και κατ' επίφαση διακηρύξεις , αλλά οι ζωές χιλιάδων ανθρώπων.

Εσείς τότε, επιλέξατε το ρόλο του μητροπολίτη των ευχελαίων και, χωρίς να δακρύσετε, παραμείνατε στη θαλπωρή της σιωπής. Και όσο έβλεπαν με πόση άνεση συνυπογράφετε, σας έφερναν για επικύρωση τον ένα θάνατο, μετά τον άλλο.

Και να και ο Καλλικράτης, που έρχεται κομίζοντας την αποδόμηση της χώρας.

Ένας νόμος που η ψυχή του συνοψίζεται στο τρίπτυχο: ομοσπονδιοποίηση, συγκεντρωτισμός, ιδιωτικοποίηση.

- Υπογράψτε, κύριε πρόεδρε.

- Τι είναι αυτό;

- Ο νόμος νούμερο 3852/10.

- Και σε τι αφορά;

- Στο «νοικοκύρεμα, τη μεταρρύθμιση, τον εκσυγχρονισμό». Τόσο ανυποψίαστος πια στο βιασμό των εννοιών;

Στο νούμερο 3852/10, υπογράψατε τη συγχώνευση σχολείων, το κλείσιμο νοσοκομείων, την εγκατάλειψη του ορεινού χωριού, την προαναγγελία των «ελεύθερων ζωνών».

Εσείς τότε ζητήσατε καινούρια πένα για να βάλετε αδάκρυτα την ευδιάκριτη επικύρωση.

Όταν ο ευτραφής εγγονός του Πάγκαλου προανήγγειλε την αντισυνταγματική κατάργηση της μονιμότητας, ο καθηγητής του συνταγματικού Δικαίου, κ. Αντώνης Μανιτάκης, δήλωσε: «Δεν τολμώ να φανταστώ ότι θα υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα το επιχειρήσει. Το θεωρώ ούτως ή άλλως απάνθρωπο: και μόνη η σκέψη του με ξεπερνά ως νομικό, ως συνταγματολόγο, ως δημοκρατικό πολίτη». Αυτή θα έπρεπε να είναι δική σας δήλωση. Δεν έγινε ποτέ.

Αντίθετα, όταν προχθές σας έφεραν το νόμο «περί νέου ενιαίου μισθολογίου», ρωτήσατε τι πάει να πει «έφεδρος». Οι επιμελητές των λογοτεχνικών

αυτών κειμένων σας εξήγησαν: «τους απονέμουμε αξιώματα, κύριε πρόεδρε».

Εσείς τότε αμολήσατε, χωρίς να δακρύσετε, άλλη μια φαρδιά-πλατιά υπογραφή.

Και να μια καταιγίδα νόμων και υπονόμων για κατώτατους μισθούς, ημερήσιες συμβάσεις, χαράτσια και δεκάτες, επιβολή τέλους ακινήτου σε ανθρώπους με αναπηρία 75% και σε άνεργους, προκαταβολικές απαλλαγές των υπουργών από κακουργήματα ενάντια στη χώρα.

Κοντέψατε να πάθετε τενοντίτιδα από τις πολλές υπογραφές κι όμως δε διστάσατε να επικυρώνετε, χωρίς να δακρύζετε, κύριε πρόεδρε.

Κι όταν ξεμπέρδεψαν με τα βραχυπρόθεσμα, σας έφεραν προς υπογραφή τα «μεσοπρόθεσμα». Το κατοχικό φιρμάνι που επισείει την εσχάτη προδοσία, με μπιτ παρά ξεπούλημα όλου ταυ πλούτου αυτού του κατασπατηλημένου λαού, με υποχρέωσή του, λέει, να συντηρεί τα πουλημένα και να εγγυάται και δάνεια για τους αγοραστές.

Ούτε και τότε δακρύσατε και επιπλέον συνυπογράψατε.

Από την ώρα που διαβάσαμε για τον πρώτο απελπισμένο που αυτοκτόνησε γιατί δεν άντεξε την απόλυση, την ανεργία, την εξαθλίωση, το άδειο βλέμμα του παιδιού του μέχρι σήμερα, μεσολάβησαν δεκάδες αυτόχειρες. Τι θλιβερή πρωτιά η χώρα του ήλιου, του απέραντου γαλάζιου, του τουριστικού μύθου να είναι σήμερα πρώτη σε αυτοκτονίες σε όλη την Ευρώπη. Ούτε όμως και γι αυτό δε δακρύσατε ποτέ, κύριε πρόεδρε.

Και όταν τα χημικά και τα δακρυγόνα πνίγουν την Αθήνα και τρέχουν ποτάμια τα δάκρυα αυτών που επιμένουν να μην αυτοκτονούν και να διεκδικούν το δικαίωμα τους στη ζωή, και το χαμένο γέλιο των παιδιών τους, τι σόι μόνωση έχει το προεδρικό μέγαρο, ώστε να μην τρέχει ένα δικό σας δάκρυ, κύριε πρόεδρε;

Είχατε τρεις επιλογές: τη συνενοχή, την άρνηση να επικυρώσετε όλη αυτή την αντισυνταγματική, δηλητηριώδη νομοκαταιγίδα και – αν σας ήταν δύσκολο να προκαλέσετε πολιτειακό ζήτημα - την ηρωική έξοδο, με μια αξιοπρεπή παραίτηση.

Ας αφήνατε κάποιον, που δεν πολέμησε τους Ναζί, να υπογράφει τον ένα θάνατο μετά τον άλλο. Κάνατε τις επιλογές σας.

Δεν θέλω να λαϊκίζω, κύριε πρόεδρε, όμως όταν χτες αναφερθήκατε στη συμμετοχή σας στο αντιναζιστικά αγώνα, σκεφθήκατε πόσες χιλιάδες, από τους τότε συναγωνιστές σας, έφαγε η εξορία, ο ταγματασφαλίτης, τα βασανιστήρια; Πόσοι έμειναν ανώνυμοι, θαμμένοι για πάντα στον ομαδικό τάφο του Άγνωστου στρατιώτη; Πόσοι από αυτά τα «τιμημένα γηρατειά» πρέπει σήμερα να επιλέξουν ανάμεσα στο φαΐ και το φάρμακο γιατί η σύνταξή τους δε φτάνει; Ότι για τους ανθρώπους αυτούς που δούλεψαν σκληρά, η δική σας ετήσια αμοιβή των 447.000 ευρώ αγγίζει τα νούμερα των συμπαντικών μετρήσεων;

Σκεφθείτε μόνο ότι για το συνταξιούχο των SO0 ευρώ - που με τη δική σας πάλι υπογραφή ξεπερνά το αφορολόγητο των 5000 - η ετήσια αμοιβή σας αντιστοιχεί σε 75 χρόνια πεντακοσάρικου.

Αν δακρύζατε για όλα αυτά ή γιατί ανθρώπινα αισθανθήκατε πολύ τυχερός, κατανοητό, κύριε πρόεδρε. Θυμηθείτε μόνο από την αστείρευτη λαϊκή θυμοσοφία πως «τα στερνά τιμούν τα πρώτα».

Αν κλαίγατε γιατί είδατε Μ εσείς το παιδί στο αναπηρικό καρότσι να αποστρέφει το κεφάλι και τον έφηβο να φασκελώνει τους κομισάριους της εξέδρας που τους χαντακώνουν τη ζωή, θα ήταν τιμή σας.

Και τέλος - γιατί η πολλή κλαυσιλογία καταντάει αηδία -μην ντρέπεστε για μας, κύριε πρόεδρε. Κρατείστε τη ντροπή και μοιραστείτε την μ' αυτούς που επισκέπτονται το προεδρικό μέγαρο για μια καινούργια υπογραφή που αφορά στο ξεπούλημα της χώρας και την ερήμωση του λαού.

Δε ζητήσαμε από τους πατεράδες και παππούδες μας να πολεμήσουν το Δ' Ράιχ και τους σημερινούς δωσίλογους γιατί αυτό αντιστοιχεί σε μας. Δεν τους ζητάμε όμως να παίξουν και το ρόλο του Αβραάμ. Δεν είμαστε πρόβατα και δεν θα πάμε ποτέ εκούσια στο σφαγείο.

Και, κύριε πρόεδρε, θυμηθείτε πως όποιος μετράει πρόβατα, στη γλώσσα του Αισχύλου, θα "χει τον ύπνο του Αγαμέμνονα.


Νίνα Γεωργιάδου

Κάλυμνος, 29-10-11

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Αφιέρωμα: 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ 11. Τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στα Βαλκάνια


Οι βαθιές πολιτικές αλλαγές στο χώρο της Βαλκανικής στη διάρκεια και κυρίως μετά το τέλος του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξαν αποτέλεσμα της νίκης των Συμμάχων εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, ειδικότερα, της προέλασης του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια, όμως επίσης και των εθνικοαπελευθερωτικών αντιστασιακών κινημάτων που αναπτύχθηκαν στη διάρκεια της κατοχής στη νοτιανατολική Ευρώπη.
Οι κομμουνιστές της εποχής είχαν πολλούς βασικούς λόγους ν’ αρχίσουν τον αντιστασιακό αγώνα. Κατ’ αρχήν σύμφωνα με την ιδεολογία τους έπρεπε να σταθούν στο πλευρό των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που δοκιμάζονταν σε διάφορα επίπεδα (οικονομικό πολιτικό κ.ά.) στη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής. Έπειτα, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας πρόσφερε τη μεγάλη ευκαιρία ανατροπής του πολιτικού καθεστώτος που είχε επιβάλει ο κατακτητής ή και προϋπήρχε εκείνου με κύριο στόχο την εγκαθίδρυση ενός νέου κοινωνικού καθεστώτος που θα πρόβαλλε μεταξύ των άλλων το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας από «κάθε ιμπεριαλιστική εξάρτηση».
Τέλος η γερμανική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ, στις 22 Ιουνίου 1941, έδωσε το γενικό εγερτήριο αντιστασιακό σάλπισμα σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα που ήσαν μέλη της Κομιντέρν. Η αντιστασιακή δράση στα Βαλκάνια επηρεάστηκε σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από τα εθνικά αιτήματα που προβάλλονταν στις επιμέρους χώρες (μακεδονικό, βορειοηπειρωτικό, Βεσσαραβία κ.ά).
Η Τουρκία δεν συμμετείχε στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ρουμανία και η Βουλγαρία συμμάχησαν με τον Άξονα με κύριο στόχο την εκπλήρωση των εθνικών τους αξιώσεων. Η Ρουμανία είχε σοβαρές εθνικές διαφορές με την ΕΣΣΔ περί τη Βεσσαραβία και τη βόρεια Βουκοβίνα. Σημαντικός αριθμός ρουμανικών μεραρχιών συμμετείχε στη γερμανική επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Μέσα στο 1943 οι ρουμάνοι κομμουνιστές που δεν είχαν ιδιαίτερη επιρροή στη χώρα ίδρυσαν το «Πατριωτικό Μέτωπο» που είχε μια σχετικά περιορισμένη αντιστασιακή δράση, Αστικές πολιτικές δυνάμεις που πιθανόν να συνεργάζονταν με το «Πατριωτικό Μέτωπο» διαφωνούσαν με τους ρουμάνους κομμουνιστές περί το ζήτημα της Βεσσαραβίας.
Στη Βουλγαρία η προσπάθεια υλοποίησης της «Μεγάλης Ιδέας» επηρέασε τις εξελίξεις περί τον αντιστασιακό αγώνα. Τα βουλγαρικά στρατεύματα κατέλαβαν την ελληνική Ανατολική Μακεδονία και Θράκη όπως και τη γιουγκοσλαβική Μακεδονία, γεγονός που φαινόταν να ικανοποιεί το εθνικό αίσθημα πολλών Βουλγάρων.
Όπως αναφέρει και η ιστορία του βουλγαρικού Κ.Κ. «στη Βουλγαρία τα γεγονότα εξελίχθηκαν ιδιόμορφα. Οι χιτλερικοί μπήκαν στη χώρα με διακηρύξεις για φιλία όχι σαν επιδρομείς αλλά σαν “σύμμαχοι”. Συνάμα ο βουλγαρικός στρατός δεν είχε συντριβεί. Εδαφικά η χώρα έμεινε ανέπαφη. Στη Βουλγαρία υπόσχονταν και νέα εδάφη μέρος της Θράκης του Αιγαίου και της Μακεδονίας του Βαρδάρη. Σ’ αυτά τα νέα εδάφη κατευθύνθηκαν πολλοί υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες, έμποροι. Οι ίδιοι έβλεπαν ορισμένη προοπτική για εύκολο πλουτισμό. Το σύνθημα για “Μεγάλη Βουλγαρία” αποκοίμιζε και καθησύχαζε αρκετά τους ευκολόπιστους ανθρώπους». Επομένως, «αντικειμενικές συνθήκες για ανάπτυξη μαζικού ένοπλου αγώνα αναμφισβήτητα στη Βουλγαρία ήταν πιο δυσμενείς σε σύγκριση με τις συνθήκες μιας σειράς άλλων χωρών».
Μόλις τον Αύγουστο του 1943, μπόρεσε να ιδρυθεί η Κ.Ε. του «Πατριωτικού Μετώπου» μ’ εκπροσώπους του Εργατικού Κόμματος Bουλγαρίας (ΚΚ), της Αγροτικής Ένωσης (πτέρυγα «Πλάντνε»), του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, του πολιτικού ομίλου «Ζβενό» και ενός ανεξάρτητου. Το 1943 οι βούλγαροι κομμουνιστές συνένωσαν κάποιες παρτιζάνικες ομάδες και δημιούργησαν το Λαϊκό Απελευθερωτικό Επαναστατικό Στρατό (ΛΑΕΣ), που είχε ορισμένες επιτυχίες αλλά δεν έφτασε το επίπεδο της αντιστασιακής δράσης που εκδηλώθηκε στη Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Ελλάδα.
Τον Απρίλιο του 1939 η φασιστική Ιταλία κατέλαβε εύκολα την Αλβανία που την κατέστησε προτεκτοράτο της. Οι διάσπαρτοι κομμουνιστές στην Αλβανία «αμέσως κατάλαβαν» ότι δεν μπορούσαν να προβάλλουν σοβαρή αντίσταση «διαιρεμένοι» αλλά «και άγνωστοι στις μάζες» του αλβανικού λαού.
Το ΚΚ Αλβανίας ιδρύθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1941, δύο χρόνια και εφτά μήνες μετά την κατάληψη της χώρας από την Ιταλία. Μέχρι τότε δεν είχε υπάρξει κάποια αξιόλογη μορφή αντίστασης. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1942 ιδρύθηκε στην Αλβανία με πρωτοβουλία των κομμουνιστών το Αντιφασιστικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο.
Παράλληλα δημιουργήθηκε μια αντίπαλη αντιστασιακή εθνικιστική οργάνωση το «Μπάλι Κομπετάρ» (Εθνικό Μέτωπο) που ήλθε σε ρήξη με τους αλβανούς αριστερούς αντάρτες όπως έγινε στην Ελλάδα μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ και στη Γιουγκοσλαβία μεταξύ παρτιζάνων του Τίτο και Τσέτνικς του Μιχαήλοβιτς.
Οι Αλβανοί παρτιζάνοι είχαν την υποστήριξη των γιουγκοσλάβων ομοϊδεατών τους και φορούσαν στα πηλίκια τους το πεντάγωνο κόκκινο αστέρι όπως και οι δυνάμεις του Τίτο. Το αντάρτικο στην Αλβανία είχε σοβαρή ανάπτυξη και με την υποστήριξη των ιδεολογικών φίλων του, μέσα σε δύο χρόνια, τον Οκτώβριο του 1944 «στην ιστορική συνάντηση του Μπεράτ» αποφασίστηκε η μεταλλαγή της Αντιφασιστικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης σε προσωρινή κυβέρνηση της Αλβανίας. Στη διάσκεψη του Μπεράτ απηύθυναν χαιρετισμό ο σοβιετικός και ο γιουγκοσλάβος αντιπρόσωπος καθώς ήταν προφανές ότι επικροτούσαν την απόφαση των αλβανών κομμουνιστών.
Ακριβώς την ίδια περίοδο, το μέλος της ηγεσίας του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος σημείωσε στο ημερολόγιο του: «Γιουγκοσλάβοι και Σοβιετικοί δεν μας στέλνουν ούτε ένα φυσίγγι, ούτε λέξη για το ΕΑΜ οι σταθμοί τους».
Κανένας πολιτικός ή κοινωνικός αναλυτής δεν μπόρεσε να προβλέψει το μέγεθος της ανάπτυξης του αντιστασιακού κινήματος στην Ελλάδα όταν εκείνη «τη συννεφιασμένη φθινοπωριάτικη νύχτα» της 27ης Σεπτεμβρίου 1941, τέσσερις άνθρωποι συγκεντρώθηκαν «σ’ ένα απόμερο σπιτάκι στη βόρεια βουνοπλαγιά του Λυκαβηττού» για να υπογράψουν το ιδρυτικό του ΕΑΜ που φέρει ημερομηνία 28.9.1941. Ήταν ο Λ. Αποστόλου (ΚΚΕ), ο Χρ. Χωμενίδης (ΣΚΕ), ο Ηλ. Τσιριμώκος (ΕΛΔ) και ο Απ. Βογιατζής (ΑΚΕ).
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που θα μπορούσαν να εξηγήσουν, πως ένα κόμμα, όπως το ΚΚΕ, ουσιαστικά εξουδετερωμένο σε μεγάλο βαθμό από τη μεταξική δικτατορία, κατόρθωσε να ηγηθεί της μεγαλύτερης εθνικοαπελευθερωτικής πολιτικής οργάνωσης που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια.
Όπως έγραψε ο Δ. Παρτσαλίδης, «το ΕΑΜ ξεκίνησε το Σεπτέμβρη του 1941 σαν συνασπισμός ορισμένων πολιτικών δυνάμεων. Τον Οκτώβρη του 1942 μετατρέπεται σε συνασπισμό κομμάτων και οργανώσεων για να εξελιχτεί σε συνέχεια στην πλατύτερη λαϊκή οργάνωση που γνώρισε στην ιστορία της η Ελλάδα, που δύο μήνες πριν την απελευθέρωση συγκέντρωνε πάνω από 1.600.000 οργανωμένα μέλη».
Ο βρετανός απεσταλμένος στην Ελλάδα, την περίοδο της Κατοχής, Κρις Γουντχάουζ, έγραψε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι όταν μιλάμε γι’ αντιστασιακό αγώνα στην Αθήνα, εννοούμε τους κομμουνιστές και ορισμένα ενεργά μέλη της κεντροαριστεράς.
Αν το ΕΑΜ υπήρξε η μεγαλύτερη πολιτική αντιστασιακή οργάνωση στην περιοχή των Βαλκανίων, οι παρτιζάνοι του Τίτο στη Γιουγκοσλαβία θεωρήθηκαν η ισχυρότερη στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση στον ίδιο χώρο που ενισχύθηκε σημαντικά σε πολεμικό υλικό από τη Σοβιετική Ένωση και τους Δυτικούς Συμμάχους. Οι γιουγκοσλάβοι παρτιζάνοι με τη σειρά τους ενίσχυσαν τους αλβανούς παρτιζάνους καθώς στόχευαν να συμπεριλάβουν την Αλβανία στη γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία που επαγγέλονταν. Το ΚΚΕ και το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας αρχίζοντας τον αντιστασιακό αγώνα δεν εφάρμοσαν την ίδια ταχτική.
Οι γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές ξεκίνησαν άμεσα τον ένοπλο αγώνα κατευθυνόμενοι από τα αστικά κέντρα προς την ύπαιθρο. «Από την αρχή –έγραψε ο Τίτο– αφήσαμε τις πόλεις… ο στόχος μας ήταν η αγροτιά. Αυτός είναι ο λόγος που μεταφερθήκαμε από το κέντρο προς την περιφέρεια».
Αντίθετα το ΚΚΕ αναδιοργανώθηκε και ξεκίνησε την αντιστασιακή δράση στις πόλεις για να προχωρήσει στη συνέχεια στην περιφέρεια και την ένοπλη αντιστασιακή δράση στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας. Γι’ αυτό η συστηματική ένοπλη αντιστασιακή δράση στην Ελλάδα άρχισε πιο καθυστερημένα σε σύγκριση με τη Γιουγκοσλαβία. Αυτό δεν εμπόδισε τον ΕΛΑΣ να έχει ραγδαία ανάπτυξη όπως αναφέρει ο αρχηγός του Στ. Σαράφης και τις παραμονές της απελευθέρωσης να αριθμεί στις τάξεις του περί τους 50.000 αντάρτες. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στην Ελλάδα, η ΕΣΣΔ και οι βαλκάνιοι παρτιζάνοι έκριναν ότι αποτελούσε και μια ενισχυτική δύναμη για την επιτυχία των δικών τους πολιτικών στόχων. Στη διάρκεια των Δεκεμβριανών, μια αντιπροσωπεία της ΕΠΟΝ από τη Θεσσαλονίκη έγινε δεκτή στο Νόβι-Σαντ «μ’ αφάνταστο ενθουσιασμό. Η αίθουσα συνεδριάσεως της αντιφασιστικής νεολαίας δονούνταν ως μια ώρα από τις ζητωκραυγές και τις εκδηλώσεις για το ΕΛΑΣ-ΕΑΜ». Ο Τίτο που δέχτηκε αργότερα την ελληνική αντιπροσωπεία στο Βελιγράδι δήλωσε στα μέλη της ότι «ο αγώνας της Ελλάδας (ΕΛΑΣ) είναι αγώνα των Βαλκανίων». Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ έμοιαζε και σαν μια δύναμη προφυλακής του αποκαλούμενου «αντι-ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου» που είχε αρχίσει βαθμιαία να δημιουργείται στα Βαλκάνια διαρκούντος του πολέμου.
Φοίβος Οικονομίδης, δημοσιογράφος-ερευνητής.
Από τις εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο, «Η επανάσταση στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ και οι ξένοι φίλοι: Εμφύλιος 1945-1949».

http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=6271:%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%B1%CF%80%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%BA%CE%B9%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B1-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1&Itemid=64

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Αφιέρωμα: 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ 10. Από το ΕΑΜ ως μέτωπο στο ΕΑΜ ως συνασπισμό κομμάτων


Το ΕΑΜ όπως διαμορφώθηκε ως μέτωπο επί Κατοχής ήταν ένας σχηματισμός που εξυπηρετούσε πρωτίστως την ανάγκη να διαμορφωθεί μια ευρύτατη συμμαχία κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, στις ειδικές συνθήκες της εποχής, προκειμένου, μέσω της μαζικότητάς της, να υποστηρίξει και να διευρύνει τον αντιστασιακό αγώνα που απαιτούσε μια συνολική κίνηση μαζών. Δεδομένου ότι αυτό έπρεπε να συντελεστεί άμεσα, χωρίς την πολυτέλεια αναμονής «ευνοϊκότερων συνθηκών», ένας παράγοντας που αποδείχθηκε καθοριστικός στην ανάπτυξη του εαμικού φαινομένου, επηρέασε εξίσου καθοριστικά και τη διατύπωση του πολιτικού του προγράμματος, το οποίο αρκέστηκε, πέραν του εθνικοαπελευθερωτικού στόχου, στο στοιχειώδες αίτημα της διαμόρφωσης μιας κυβέρνησης του ΕΑΜ κατά την απελευθέρωση που θα εγγυούνταν το κυριαρχικό δικαίωμα του λαού να αποφανθεί μέσω εκλογών για συντακτική Εθνοσυνέλευση για τον τρόπο διακυβέρνησής του.  Επί τη βάσει της πρόθεσης να μην συσταλεί το εύρος της συμμαχίας μέσω της εμφανούς διευκρίνισης των μακροπρόθεσμων στρατηγικών πολιτικών του στόχων, το ΕΑΜ απέκτησε ένα αόριστο πολιτικό πλαίσιο αναφοράς με χαλαρές, σχετικά, δομές οργάνωσης και αντίστοιχα ευέλικτο πρόγραμμα πολιτικών συμμαχιών.
Βεβαίως, πέραν των εκπεφρασμένων του θέσεων, το είδος του αγώνα που διεξήγαγε, το εθνικο-απελευθερωτικό του περιεχόμενο, ο συνδυασμός μαζικής αλλά και ένοπλης πάλης και η κοινωνική συμμαχία που συγκρότησε αναδιαμόρφωναν συνεχώς το πλαίσιο της πολιτικής του ιδιοσυστασίας, κατά τρόπο που έθετε επί τάπητος μια διαδικασία προϊούσας εργατικής ηγεμονίας στις πολιτικές συνθήκες που de facto συγκροτούσε. Ιδίως από τη στιγμή που ενεπλάκη στη δημιουργία δομών λαϊκής εξουσίας στο βουνό και επεκτάθηκε η στρατιωτική δράση του ΕΛΑΣ γεννούσε ταυτόχρονα και τους όρους μιας πολιτικής τομής που προσιδίαζε σε διαδικασίες επαναστατικής υφής. Είναι ακριβώς αυτό που συνειδητοποίησαν σταδιακά οι Βρετανοί, όταν από τις αρχικές απορίες σε σχέση με την πολιτική ιδιοσυστασία του ΕΑΜ, το ανήγαγαν σε κατεξοχήν αντίπαλο των γεωπολιτικών συμφερόντων του  παγκόσμιου ιμπεριαλισμού στην περιοχή ακόμα και σε σχέση με τους παρτιζάνους του Τίτο.    

Η κατοχική δυναμική του ΕΑΜ
Γιατί το ΕΑΜ αντιστοιχούσε σε ευρύτερες διεργασίες που συντελέστηκαν στην Κατοχή, με πρωταρχικό κοινωνικό έδαφος την εργατική τάξη, της οποίας οι αγώνες της εναντίον της πολεμικής οικονομίας των Γερμανών εξώθησαν ευρύτερες δυνάμεις να αντιδράσουν στην επιστρατευμένη και υπερ-εντατικοποιημένη εργασία, να παρεμποδίσουν την απόσπαση της υπεραξίας με τη μορφή των επιτάξεων, να συνδεθούν με την Αριστερά και τη ιδεολογία της αλλά και να βιώσουν εμπειρίες ένοπλης δράσης στα βουνά, και μάλιστα με κύριο κοινωνικό της υποκείμενο το θεωρούμενο μέχρι τότε ως συντηρητικότερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, τα αγροτικά στρώματα. Οι μορφές δράσης του ΕΑΜ, από τις παθητικές μέχρι την  ένοπλη αντίσταση αντικαθρέπτιζαν όχι μόνο τις κοινωνικές συμμαχίες που διαμόρφωσε αλλά και επέτειναν την αποδιάρθρωση της αστικής ηγεμονίας.  Από την άποψη αυτή το ΕΑΜ ανέπτυσσε ταχύτατα μια δυναμική που υπερέβαινε συνεχώς τα όρια των δεδηλωμένων στόχων του, εξασφαλίζοντας μια ανιούσα πολιτικοποίηση στα μέλη του, η οποία θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκδηλωθεί ακόμα και με την πιο προωθημένη εκδοχή της.
Πράγματι, ιδίως από μια φάση του και μετά το ΕΑΜ αφέθηκε στη δίνη της δικής του δυναμικής, που διαμορφωνόταν από τις ίδιες τις επιτυχίες του στον αντικατοχικό αγώνα, η εξέλιξη του οποίου αναδημιουργούσε την ίδια τη φυσιογνωμία του ΕΑΜ και επανατοποθετούσε σε νέες βάσεις τους στόχους του. Το ίδιο δεν χρειάστηκε καν να διεκδικήσει συγκροτημένα πολιτικά προγράμματα –ακόμα και αυτό της «Λαϊκής Δημοκρατίας» που διατύπωσε το ΚΚΕ το Ιανουάριο του 1943, όπως το εκμυστηρεύτηκε και ο ίδιος ο Γ. Σιάντος, ήταν τόσο αόριστο ώστε απλά εξυπηρετούσε την ανάγκη να δικαιολογεί ότι η αντίσταση ήταν πράγματι ένα πολιτικό φαινόμενο–, ούτε  επιχειρήθηκε στο εσωτερικό του κάποια λειτουργία πολιτικής ηγεμονίας με οργανωμένο τρόπο. Αντίθετα, σε πείσμα ακόμα και των συνωμοτικών απαιτήσεων της αντιστασιακής δράσης, διαμόρφωσε, στις μη ένοπλες οργανώσεις του, ένα χαλαρό οργανότυπο, χωρίς αυστηρές δομές αλλά με μια σχετική αυτονομία της κάθε εαμικής οργάνωσης, με πρόταξη των διαδικασιών βάσης έναντι των δομών καθετοποίησης της πολιτικής πληροφορίας, και με εντελώς αόριστες προϋποθέσεις προσχωρήσεων.

Αλλαγή εποχής, αλλαγή πολιτικής
Όμως το τέλος της Κατοχής άλλαξε όλα τα δεδομένα και έθεσε ως πρώτιστη ανάγκη τη διευκρίνιση του περιεχομένου της πολιτικής του ΕΑΜ. Η κατάληξη των Δεκεμβριανών, η προσπάθεια των Βρετανών να εξωθήσουν πολιτικές δυνάμεις εκτός ΕΑΜ, όπως μεθοδεύτηκε και τελικά πραγματοποιήθηκε με την αποχώρηση του ΣΚΕ-ΕΛΔ, τον Απρίλιο του 1945, ένα κλίμα ηττοπάθειας, λόγω των εξελίξεων κατά την απελευθέρωση, αλλά κυρίως η αποστράτευση του ΕΛΑΣ και οι εσωτερικές αντιδράσεις εξαιτίας της Συμφωνίας της Βάρκιζας προκάλεσαν μια πλήρη τροποποίηση των όρων της πολιτικής λειτουργίας της εαμικής συμμαχίας. Οι σπασμωδικοί τρόποι που επιχείρησε η ηγεσία του ΕΑΜ να κρατήσει σε συνοχή τη συμμαχία επιδείνωσαν την κατάσταση, όπως απτά εκδηλώθηκε με την περιπέτεια καθορισμού της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ στη Βάρκιζα, όταν ο Τσιριμώκος της ΕΛΔ συνεργαζόταν με τους Βρετανούς διαπραγματευτές και εξωθούσε το Σιάντο σε υποχωρήσεις.
Παράλληλα, η επαμφοτερίζουσα στάση του ΕΑΜ και της ηγεσίας του ΚΚΕ στα Δεκεμβριανά, οι κατηγορίες ότι παραδόθηκε στους ακραίους του ΚΚΕ που επιχείρησαν  να μονοπωλήσουν την αριστερή πολιτική συνδυάστηκε με τις προθέσεις εκείνων που ονειρεύονταν τη δημιουργία ενός σοσιαλιστικού πόλου στην Ελλάδα (Σβώλος, Στρατής, Τσιριμώκος, Ασκούτσης κ.λπ). Κυρίως, όμως, το ΕΑΜ της εποχής βρέθηκε στο κέντρο ενός βαθύτερου πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, γεγονός που, εκ παραλλήλου, με τη συνολική αναδιάταξη των πολιτικών σχέσεων της εποχής, του επέβαλε αναγκαίες αναπροσαρμογές πολιτικών κατευθύνσεων.
Πράγματι, οι νέες συνθήκες ανεδείκνυαν ξεκάθαρα τις αποκλίσεις των επιδιώξεων των κοινωνικών δυνάμεων που συγκρότησαν την εαμική συμμαχία. Μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα που χρειάζονταν το κράτος για να ανακτήσουν την κοινωνική τους θέση, σε συνθήκες όπου ακόμα και η διεθνής βοήθεια δινόταν με τη διαμεσολάβηση Βρετανών και υπαλλήλων του κρατικού μηχανισμού που στήθηκε μετά τη Βάρκιζα, ήταν απόλυτα φυσιολογικό να αρχίσουν να διαρρέουν από το ΕΑΜ. Κατά τον ίδιο τρόπο προσδιόριζαν και τη συμπεριφορά δυνάμεων, όπως το ΣΚΕ-ΕΛΔ που διεκδικούσαν θέση στο αστικό πολιτικό σκηνικό, κίνηση που παρεμπόδιζε η ημι-παρανομία στην οποία περιήλθε το ΕΑΜ μετά τα Δεκεμβριανά.
Από την άλλη πλευρά, η ανασύνταξη των αστικών πολιτικών δυνάμεων, η επικυριαρχία των Βρετανών στην ελληνική πολιτική σκηνή,  η εν γένει τροποποίηση των όρων πολιτικής δράσης σε ειρηνικές συνθήκες, η δράση του παρακράτους και ο μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού απαίτησαν προσαρμογές στους όρους πολιτικής παρέμβασης της Αριστεράς. Τμήμα αυτών των μεταβολών ήταν και το γεγονός ότι ένας από τους βασικούς ενοποιητικούς μηχανισμούς του ΕΑΜ, ο πατριωτισμός, άρχισε να υποχωρεί προς όφελος της αποκατάστασης, με τη συνδρομή των κρατικών μηχανισμών ιδεολογικής χειραγώγησης, του παραδοσιακού εθνικισμού που σχετιζόταν με τον ακραίο αντικομμουνισμό και τις ιστορικές σχέσεις διεθνούς πατρωνίας. Μάταια το ίδιο το ΚΚΕ επιχείρησε να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα: συνδράμοντας, για παράδειγμα, στο αίτημα ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα υπονόμευσε τον εαυτό του και τη διεθνή του εικόνα.      

Το ΕΑΜ ως πολιτική συμμαχία
Δυνάμει των νέων απαιτήσεων, το ΕΑΜ αποφάσισε να εξελιχθεί σε πολιτική συμμαχία με τις δυνάμεις εκείνες που επέμειναν στην επαφή τους με τους κομμουνιστές. Ήταν το Αγροτικό Κόμμα του Κ. Γαβριηλίδη, το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα με επικεφαλής το Μ. Κύρκο και Αλ. Λούλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας των Γ. Οικονόμου και Ι. Πασαλίδη, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος του Γ. Γεωργαλά, και η Δημοκρατική Ένωση του Σ. Κρητικά.  Το κόμμα των Αριστερών Φιλελευθέρων των Γρηγοριάδη και Χατζημπέη αποστασιοποιήθηκε, διατηρώντας, όμως κάποιους διαύλους επικοινωνίας. Ο συνασπισμός εμπλουτίστηκε αργότερα με την Ένωση Δημοκρατικών Συλλόγων που προέκυψαν στις αρχές του 1946, ως υποκατάστατα της εαμικής συμμαχίας με το παλιό της εύρος.
Η λογική που δικαιολόγησε το εγχείρημα ήταν ότι απαιτούνταν πλέον σαφέστερες πολιτικές, ευελιξία έναντι της πολιτικής συγκυρίας και οργανωτική μορφοποίηση που να απαιτεί νέους όρους για την ενσωμάτωση δυνάμεων και πολιτικών συμμάχων. Αυτό στη βάση του νέου κεντρικού στόχου που ήταν η επίτευξη της «δημοκρατίας», ενός πολιτικού πλαισίου που θα εξασφάλιζε την οργανική ενσωμάτωση της Αριστεράς στην πολιτική σκηνή καθώς και ανόθευτες εκλογικές διαδικασίες.  Φορέας των αιτημάτων της θα ήταν ένα νέο δημοκρατικό αντιφασιστικό μέτωπο. Όπως το περιέγραψε ο Γ. Σιάντος στην 11η Ολομέλεια του ΚΚΕ, τον Απρίλιο του 1945, το κίνημα της αντίστασης αν δεν προσλάμβανε νέο περιεχόμενο «θα ξέφτιζε». Όφειλε να του δοθεί ως τέτοιο η πάλη για τη δημοκρατία, η διεκδίκηση της οργανικής ενσωμάτωσης στην πολιτική σκηνή αλλά και να αποκτήσει ένα πρόγραμμα άμεσων απαιτήσεων. Ήταν το πρόγραμμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας» που εγκρίθηκε από το ΠΓ του ΚΚΕ στις 15 Ιουνίου 1945.
Ο νέος σχηματισμός, αφού θα προχωρούσε στην εθνικοποίηση τραπεζών, ασφαλιστικών εταιριών, μεταφορών και βιομηχανιών εθνικής σημασίας (πολεμικά εργοστάσια, χημική βιομηχανία, εργοστάσια ηλεκτρισμού), θα έπρεπε να δώσει το βάρος του στην αλλαγή των συσχετισμών στα συνδικάτα, με άξονα προτάσεις για τους μισθούς, τις κοινωνικές ασφαλίσεις, το 8ωρο, τις απολύσεις, την ανεργία, την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών, τη στέγαση των πυρόπληκτων, τη δημιουργία συνεταιρισμών, την παροχή αγροτικών πιστώσεων, τη διαγραφή χρεών κ.λπ. Την ίδια στιγμή σχεδιαζόταν να αποκτήσει συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική στη βάση των αρχών της διεθνούς συνεργασίας, πολιτική που θα πάρει, στις 5 Ιουνίου 1945, τη μορφή της θεωρίας των δύο πόλων, όπως την επεξεργάστηκε ο  ιστορικός ηγέτης του ΚΚΕ Ν. Ζαχαριάδης. Στο μεσογειακό πόλο η Βρετανία είχε ζωτικά συμφέροντα, τα οποία το ΕΑΜ όφειλε να σεβαστεί, διατηρώντας πολιτική ίσων αποστάσεων. Ήταν το προοίμιο της στρατηγικής  της «ουδετερότητας» της Ελλάδας, για την οποία ζήτησε αναπάντητη άδεια από τη Μόσχα ο Ζαχαριάδης και την οποία προσπάθησε να αξιοποιήσει και την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Όλα αυτά θα συντελούνταν στο πλαίσιο μιας διαδικασίας δημοκρατικής ανοικοδόμησης, –το ΚΚΕ την ονόμασε συμβολή στον αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό της χώρας– η οποία θα χρηματοδοτούνταν από την κατάσχεση των περιουσιών των δωσίλογων, των καταθέσεων των οπαδών της 4ης Αυγούστου στο εξωτερικό, τη ρύθμιση του παλαιού δημόσιου χρέους, την κατάργηση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και των υλικών υποχρεώσεων που προέκυπταν από αυτόν. Η Ελλάδα, με βάση το εαμικό πρόγραμμα, θα διεκδικούσε, σε συνδυασμό με βαριά φορολογία στο μεγάλο κεφάλαιο, πολεμικές αποζημιώσεις και επιστροφή των υφαρπαγμένων με τη μορφή δανείων από τους τρεις κατακτητές.
Στο ίδιο πλαίσιο για την ηγεσία του νέου ΕΑΜ οι συμμαχίες με το Κέντρο ήταν επιβεβλημένες. Προκειμένου δε να καταστήσει εαυτόν «συνεπή» συνομιλητή,  το ίδιο το ΚΚΕ επιχείρησε να διευκρινίσει ότι τα Δεκεμβριανά ήταν μια επιβεβλημένη άμυνα έναντι μιας απρόκλητης βρετανικής επίθεσης, με σωρεία υπομνημάτων απαιτούσε την τήρηση των συμφωνιών στη Βάρκιζα και δήλωνε ότι θα παρέμενε πιστό στην πολιτική της ομαλότητας, ακόμα και αν προκαλούνταν. Μάλιστα, το έκανε πράξη, απομονώνοντας και καταδικάζοντας κάθε απόκλιση, όπως αυτή του Άρη Βελουχιώτη, με τις τραγικές της συνέπειες.
Με βάση το σύνθημα «τάξη, ησυχία, ειρήνη, δουλειά-αναδιοργάνωση», ο ίδιος ο Ζαχαριάδης υπέδειξε ότι μόνο «τροτσκιστές και ηλίθιοι» μπορούσαν να ερωτοτροπούν με επιχειρηματολογίες περί βίαιης κατάληψης της εξουσίας. Πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι η στρατηγική της ειρηνικής ενσωμάτωσης ήταν και η γενική τάση όλων των κομμουνιστικών κομμάτων της δυτικής Ευρώπης, στρατηγική που εγγυήθηκε ο πρώην γραμματέας της Διεθνούς Π. Τολιάτι και το ΚΚ της Γαλλίας του Μ. Τορέζ, το ισχυρότερο τότε κομμουνιστικό κόμμα της Ευρώπης.
Η πολιτική αυτή γραμμή φάνηκε να αποδίδει. Το νέο ΕΑΜ ανασυγκροτούσε ραγδαία της οργανώσεις του, κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι λόγω των μεταβαρκιζιανών διώξεων, μεγάλο τμήμα του κόσμου που είχε αρχικά αποστασιοποιηθεί από το ΕΑΜ  επανέκαμψε, αναζητώντας μια συλλογική ασπίδα προστασίας από τους παρακρατικούς. Αυτό δημιούργησε εμπιστοσύνη στην πολιτική της ομαλότητας και τη βεβαιότητα ότι η συνδρομή του παγκόσμιου δημοκρατικού κινήματος θα υποχρέωνε, αργά ή γρήγορα, και στον εκδημοκρατισμό του ελληνικού κράτους.

Μπροστά στον εμφύλιο
Οι εκτιμήσεις αυτές, προϊόντος του χρόνου, αποδείχθηκαν πολιτικές αυταπάτες και η δράση των παρακρατικών συμμοριών αλλά και η αθρόα καταστολή του κράτους συνεχίστηκε ακάθεκτη (είχαν φτάσει τους 80.000 οι υπόδικοι για πολιτικά αδικήματα και απαιτήθηκε αποσυμφόρηση των φυλακών). Για αυτό και επιχειρήθηκε το εφεύρημα της μαζικής αυτοάμυνας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τρομοκρατία αλλά και περιθωριοποιώντας, παράλληλα, τις προσωπικές «λύσεις» αντεκδίκησης. Όμως τα περιθώρια μιας τέτοιας πρακτικής, όπου πάνδημες ενέργειες «ανδρών γυναικών και παιδιών» με απεργίες και διαδηλώσεις θα «τσάκιζαν» τα χέρια των δολοφόνων παρακρατικών και μάλιστα υπό συνθήκες ευρείας δημοσιότητας, ήταν στενά έναντι της παρακρατικής βίας. Λεκτικές απειλές του Ζαχαριάδη ότι τα όπλα του ΕΛΑΣ θα ανασύρονταν αν συνεχιζόταν η κατάσταση αυτή δεν είχαν παρά πολύ περιορισμένο αντίκτυπο.  
Αυτό που οι εξελίξεις έδειξαν ήταν ότι η στρατηγική να αποφύγει το ΕΑΜ τον εμφύλιο με απτές διαβεβαιώσεις νομιμότητας, αντίθετα τον επιτάχυνε. Η άλλη λύση, που επιχειρήθηκε αργότερα, αυτή του στρατιωτικού εκβιασμού μέσω των ομάδων καταδιωκόμενων που είχαν de facto συγκροτηθεί στα βουνά, το καλοκαίρι του 1946, με τη δημιουργία του επιτελείου του Δημοκρατικού Στρατού, ήταν πλέον αργά για να αποδώσει.
Το ίδιο συνέβη και με την πολιτική της Αριστεράς σε σχέση με τις εκλογές του Μαρτίου του 1946. Επικράτησε η ψευδαίσθηση ότι η αποχή θα υποχρέωνε το κράτος σε μια δημοκρατική αναδίπλωση έναντι της παγκόσμιας κοινότητας. Στην πράξη το ΚΚΕ παραχώρησε την πρωτοβουλία στα εαμικά κόμματα, τα οποία πολύ πριν το ίδιο απαίτησαν αποχή από τις εκλογές (7 Φεβρουαρίου 1946). Σε αυτή την απόφαση, με παλινωδίες γιατί δεν αντιστοιχούσε στη συνολικότερη γραμμή του κόμματος, έσπευσε να προσαρμοστεί, στις 21 Φεβρουαρίου 1946, ματαιοπονώντας, παράλληλα, μέχρι την τελευταία στιγμή, για μια θετική χειρονομία των πολιτικών του αντιπάλων που θα επανέφεραν το ΕΑΜ στην εκλογική κονίστρα.
Πρέπει να τονιστεί ότι, έτσι ή αλλιώς, τα περιθώρια πολιτικών επιλογών και ελιγμών που διέθετε το ΕΑΜ ήταν στενά. Ο αντίπαλος ήταν αποφασισμένος να καταφύγει σε μηχανισμούς πολιτικής εκτροπής. Όμως η λογική που ανέπτυξαν οι δυνάμεις του εαμικού σχηματισμού ότι απονομιμοποιούσαν τις μεθοδεύσεις του κράτους με την αποχή τους αποδείχθηκαν φρούδες ελπίδες. Τελικά αυτή παρέσχε στο κράτος τη δυνατότητα να υπεραμύνεται της δημοκρατικής νομιμότητας, επικαλούμενο το εκλογικό αποτέλεσμα, που νομιμοποιήθηκε εύκολα σε συνθήκες σιγής ιχθύος από την Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να νομιμοποιήσει την πλήρη επιβολή του εμφυλιοπολεμικού κράτους.      
Μιχάλης Λυμπεράτος, εντεταλμένος διδασκαλίας στο ΠΜΣ του Παντείου Πανεπιστημίου.

http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=6270:%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%B1%CE%BC-%CF%89%CF%82-%CE%BC%CE%AD%CF%84%CF%89%CF%80%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%B1%CE%BC-%CF%89%CF%82-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%80%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BD&Itemid=64

Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

Αφιέρωμα: 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ 9. Ο ναζισμός ήταν μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας




Αυτό που έγινε στη Βιάννο, στα μέσα του Σεπτεμβρίου 1943, είναι ένα επεισόδιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μάλλον έχουν περισσέψει τα ανάλογα γεγονότα, σε όλη την εμπόλεμη έκταση που επειδή ο πόλεμος ήταν παγκόσμιος απλώθηκε σε όλη τη γη. Ο 20ός αιώνας γενικά, ήτανε ένας άγριος αιώνας, γεμάτος πολέμους. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι έγιναν σε αυτόν, ο ένας είχε 8 εκατομμύρια νεκρούς, μόνο και μόνο γιατί τα τεχνητά μέσα της εποχής δεν επέτρεπαν να σκοτωθούν περισσότεροι. Ο δεύτερος, όπου τα τεχνικά μέσα θανάτου είχαν εξελιχθεί, έχει ως απολογισμό κάτι ανάμεσα στους 40 και στους 70 εκατομμύρια νεκρούς. Είναι τόσοι πολλοί οι νεκροί και είναι απλωμένοι σε τόσα μέρη στον κόσμο που δεν μπορούμε ούτε να τους μετρήσουμε με ακρίβεια...

Όλη η βία, όλη η καταστροφή, όλοι οι πόλεμοι στον 20ό αιώνα, ξεκινούν από το πολιτισμένο μέρος του κόσμου. Αυτό είναι κάτι το οποίο μας κάνει να σκεφτούμε. Tι συνέβη στον κόσμο μας; Και να σκεφτούμε και σαν Ευρωπαίοι, σαν μέρος της Ευρώπης που είμαστε. Γιατί οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ήταν εκείνες που γέννησαν τέρατα και που πρωτοστάτησαν σε όλο αυτό μακελειό του οποίου το μέγεθος ανακαλύπτουμε σήμερα με έκπληξη. Εάν θέλετε, το δομικό σχήμα είναι το ακόλουθο. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μέσα σε ελάχιστα μόλις χρόνια, αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση του 1873, με γεωγραφική εξάπλωση, να απλώσουν τις αγορές και την εκμετάλλευση του κόσμου σε παγκόσμια κλίμακα. Από το 1873 μέχρι το 1913, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις από κοινού και ταυτόχρονα ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους, κατέκτησαν όποια γωνιά της γης μπορούσε να κατακτηθεί. Ξαφνικά, η Ευρώπη βρέθηκε να είναι ο ομφαλός της γης. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, βρέθηκαν να είναι πολιτικοί, στρατιωτικοί αλλά και κυρίως πολιτισμικοί κυρίαρχοι του κόσμου. Το ευρωπαϊκό έγινε παγκόσμιο. Το είδος της μουσικής που ακούγανε οι ευρωπαίοι, έπρεπε να το ακούσουν όλοι. Στις εκβολές του Αμαζονίου κτιζόντουσαν όπερες. Οι ευρωπαίοι αισθάνθηκαν κυρίαρχοι. Και φυσικά μέσα από αυτό ιεραρχήθηκαν οι άνθρωποι του κόσμου. Οι λευκοί, στην πάνω μεριά των αξιών, οι κίτρινοι σαν φόβος που ήταν στη μέση, και οι μαύροι στην τελευταία σειρά των ανθρώπινων αξιών. Άρχισε να κτίζεται κάτι που στο ναζισμό πήρε τις διαστάσεις τερατογένεσης. Ο ρατσισμός, η πεποίθηση δηλαδή ότι άλλες φυλές του κόσμου είναι «ευλογημένες» προορισμένες να οδηγήσουν την ιστορία μπροστά και αλλες «καταραμένες» οι οποίες απλώς αποτελούν βαρίδι στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Πριν το ναζισμό, οι μαζικές ακρότητες, δεν ήταν κάτι το άγνωστο στην Ευρώπη. Θυμίζω ότι στην διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, έγινε η πρώτη για στρατιωτικούς λόγους μαζική μετακίνηση ενός ολόκληρου λαού κάτω από συνθήκες οι οποίες θα λέγαμε ότι πιστοποιούσαν το θάνατό του. Οι Αρμένιοι, οι οποίοι εκτοπίστηκαν από όλες τις ύποπτες στρατιωτικά περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να σταλούν στην έρημο της Συρίας διασχίζοντας τις σαφώς εχθρικές προς αυτούς περιοχές των Κούρδων. Το τι έγινε στο τέλος αυτής της ιστορίας είναι η πρώτη γενοκτονία ενός ολόκληρου λαού.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος άνοιξε τελείως την πόρτα του τρελοκομείου. Και την άνοιξε με επίκεντρο την ευρωπαϊκή ήπειρο. Το πρώτο του υπόστρωμα ήταν ο ναζισμός. Ο ναζισμός, στη βάση του οποίου υπάρχει η ιδέα ότι ένας λαός του κόσμου, ο γερμανικός είναι προορισμένος, να σώσει τον κόσμο. Και όλοι οι υπόλοιποι, επειδή οι Γερμανοί σώζουν τον κόσμο, το είπε ο Γκέμπελς στις 18 Φεβρουαρίου του 1943, όφειλαν να υποδουλωθούν στους σωτήρες.

Ο ναζισμός λοιπόν ο οποίος ιεράρχησε την Ευρώπη στους Αρίους ή στους εν δυνάμει Αρίους. Στους Σκανδιναβούς, στους Δανούς κ.ο.κ. Έπειτα σε αυτούς που επιδέχονται σωτηρία. Λ.χ. οι Γάλλοι, οι Ιταλοί, οι Έλληνες, για τους οποίους ένας θεωρητικός του ναζισμού έλεγε πως του θυμίζουνε σαύρες οι οποίες τεμπελιάζουνε στον ήλιο, ένα λεξιλόγιο το οποίο μπορούμε να το βρούμε ακόμα και σήμερα σε λαϊκά έντυπα αυτών των χωρών. Και από εκεί και πέρα ένα τρίτο επίπεδο, οι υπάνθρωποι Σλάβοι, Εβραίοι, γύφτοι, ή οτιδήποτε άλλο, οι οποίοι πρέπει να εξοντωθούν. Με πρώτους από όλους τους κατοίκους συλλήβδην της Σοβιετικής Ένωσης. Για αυτούς ήταν οι Γενικές Διοικήσεις και το δικαίωμα ζωής και θανάτου των επικυρίαρχων. Αυτό ήτανε η βάση. Με κεντρικό της σημείο την απόφαση του χειμώνα ’41-’42 για την «Τελική Λύση».

Η βιομηχανία θανάτου μας βασανίζει πάρα πολύ ως ιστορικό φαινόμενο. Στη Γερμανία πολύ περισσότερη συζήτηση έγινε για το τι θα γίνει με τους Εβραίους, όχι από τον απλό λαό, αλλά στα πανεπιστήμια της Γερμανίας, από επιτροπές διδακτόρων, καθηγητών πανεπιστημίου, νομικών κ.ο.κ. Και όλοι αυτοί οι θαυμάσιοι κατάληξαν στο συμπέρασμα ο εβραϊσμός είναι ο κυριότερος φορέας μπολσεβικισμού στην Ευρώπη και κατά συνέπεια για να κερδίσουμε την Ρωσία, να κερδίσουμε τον πόλεμο και να υποτάξουμε την Ευρώπη πρέπει απαξάπαντες οι εβραίοι να εξοντωθούν. Αυτό είναι ένα μνημείο εκτροπής του ορθολογισμού. Πολύ μας προβληματίζει το γεγονός ότι ακριβώς εκείνο το χειμώνα ’41-’42 που αποφασίζεται να δημιουργηθούν εργοστάσια για την εξόντωση των εβραίων και την ίδια εποχή, αποφασίζεται επίσης να εξοντωθεί το σύνολο των σοβιετικών αιχμαλώτων, τους ίδιους ακριβώς μήνες, η γερμανική βιομηχανία περνάει την πρώτη μεγάλη κρίση εργατικού δυναμικού.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως έχει και άλλα πράγματα. Είναι ένα πόλεμος στη φάση ανάπτυξης, ωρίμανσης του καπιταλισμού. Ένας πόλεμος βιομηχανικός, με όλα τα στοιχεία της καπιταλιστικής λειτουργίας στα χαρακτηριστικά του. Έχει όλα τα εργαλεία της εποχής του και προφανώς έχει κεφάλαιο, συσσωρευμένο κεφάλαιο. Για να κερδηθεί αυτός ο πόλεμος δεν αρκεί να καταστρέψεις τον στρατό του αντιπάλου, πρέπει να καταστρέψεις το επενδυμένο του κεφάλαιο, τις παραγωγικές δυνάμεις του. Η κυριότερη από αυτές είναι η εργασία. Μα φυσικά όταν θέλεις να καταστρέψεις τους εργαζόμενους, καταστρέφεις το σύμπαν. Και φυσικά αρχίζουνε οι ανελέητοι βομβαρδισμοί, τέτοιοι βομβαρδισμοί που μετά το τέλος του πολέμου με έκπληξη διαπιστώνουμε ότι για ένα μέσο Γερμανό είναι λιγότερο επικίνδυνο να πολεμάει στο μέτωπο από το να βρίσκεται στο κέντρο του Βερολίνου, στα 1944 και μετά. Και εάν θέλετε, με τα πυρηνικά όπλα τα οποία όλοι προσπαθούν να βρουν, για να καταστρέψουν ότι μπορούν περισσότερο. Και φυσικά δεν υπάρχει πρόβλημα να τα χρησιμοποιήσουν αμέσως. Γιατί αυτό είναι το πλάνο, η λογική του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Από τη στιγμή που σκέφτεσαι τον πόλεμο ολοκληρωτικά, ότι πρέπει να καταστρέψεις την αντίπαλη κοινωνία για να κερδίσεις τον πόλεμο, τότε ποιό νόημα έχουν οι συνθήκες της Χάγης που καθόρισαν στα 1899 και στα 1907, τον απόλυτο διαχωρισμό σε έναν πόλεμο, των αμάχων από τους στρατιώτες. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ακύρωσε αυτόν τον διαχωρισμό και όλοι οι υπόλοιποι έκτοτε ουδεμία διαφορά κάνουν ανάμεσα στο ποιος είναι στρατιώτης και πρέπει να πεθάνει για να κερδίσουμε τον πόλεμο, και ποιος είναι ο άμαχος του εχθρού, ο οποίος επίσης πρέπει να πεθάνει για να κερδηθεί αυτός ο πόλεμος.

Εκείνο που θέλω λίγο να τονίσω εδώ, είναι ότι όλες αυτές οι αγριότητες τις οποίες περιέγραψα, τις φέρνουμε μέσα στην ιστορία, όχι μόνο η Γερμανία στιγματίζεται από αυτό, εάν θέλετε η ενωμένη Ευρώπη στην οποία ζούμε στιγματίζεται από αυτό. Στο χώρο της ιστορίας είναι περίπου αστείο το γεγονός ότι στις ευρωπαϊκές ιστορίες δεν δίνεται καμία μνεία των προγενέστερων περιόδων που η Ευρώπη προσπάθησε να ενοποιηθεί πολιτικά. Οι προγενέστερες αυτές περίοδοι ήτανε δύο.

Η πρώτη ήταν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, οι οποίοι με βάση το ναπολεόντειο κώδικα και τη γαλλική δημοκρατία προσπάθησαν να ενοποιήσουν σε δημοκρατικές βάσεις την Ευρώπη.

Η δεύτερη ήτανε η Νέα Ευρώπη του ναζισμού στη διάρκεια του πολέμου. Φυσικά, αποτελεί ταμπού στις ευρωπαϊκές ιστορίες, να συγκρίνεις αυτή την υπόθεση, με τη σημερινή υπόθεση της Ενωμένης Ευρώπης. Κι όμως είναι τόσο λίγα τα χρόνια που τις χωρίζουν. Οι αγριότητες δεν εμφανίστηκαν εφ’ άπαξ. Ο ναζισμός δεν ήταν λάθος της ευρωπαϊκής ιστορίας, ήταν μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας.

Είμαι παρόλα αυτά αισιόδοξος, γιατί απέναντι σε αυτή την αγριότητα, η ίδια η Ευρώπη γέννησε το αντίπαλο δέος. Γέννησε τους νεκροθάφτες αυτής της άρρωστης κατάστασης. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος γνώρισε, προκάλεσε, έφερε τη μεγάλη ρωσική επανάσταση. Με όλες τις ελπίδες κοινωνικής απελευθέρωσης στους λαούς. Με ένα νέο μοντέλο ζωής. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, έδωσε την αντιφασιστική αντίσταση. Η αντιφασιστική αντίσταση, με τις αξίες της, με τα ιδανικά της, είναι και αυτό ευρωπαϊκή υπόθεση, ευρωπαϊκή εφεύρεση, μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας, όπως ακριβώς ήταν και ο ναζισμός. Τον ναζισμό θα τον πολεμήσουμε, την αντιφασιστική αντίσταση να την θυμόμαστε, ειδικά τις ημέρες αυτές που ζούμε.

Γιώργος Μαργαρίτης, καθηγητής Ιστορίας 

 

http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=6269:%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BB%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%84%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%B2%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%BF-16-%CF%83%CE%B5%CF%80%CF%84%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85-2011&Itemid=64

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Αφιέρωμα: 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ 8. H Αντίσταση στην Ευρώπη 1939-45: Ολοκληρωτικός πόλεμος και ηθικά διλήμματα


Το Φεβρουάριο του 1943 σε μια γκρίζα βιομηχανική πόλη χτισμένη στις όχθες του ποταμού Βόλγα είχε μόλις ολοκληρωθεί μια τιτανομαχία που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μισό εκατομμύριο σοβιετικοί στρατιώτες είχαν χαθεί προκειμένου ο Ζούκοβ και ο Ροκοσόβσκι να καταφέρουν να περικυκλώσουν και να εξουδετερώσουν την 6η Γερμανική στρατιά υπό τον στρατηγό Πάουλους. Η νίκη στο Στάλινγκραντ προκάλεσε έκρηξη ενθουσιασμού σε ολόκληρο εκείνο το πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο αντιφασιστικό μέτωπο που σταδιακά είχε αρχίσει να μορφοποιείται μετά την αποκρυστάλλωση των αντιμαχόμενων στρατοπέδων.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πολεμική αναμέτρηση της ιστορίας, συνιστώντας μια σύγκρουση τεράστιας εμβέλειας σε γεωγραφική κλίμακα αλλά και ως προς τον συνολικό αριθμό των θυμάτων. Όπως είναι αναμενόμενο η βιβλιογραφία γύρω από διάφορες πλευρές του πολέμου αυτού είναι κυριολεκτικά γιγαντιαίων διαστάσεων. Πέραν των γενικών ιστοριών και των εξειδικευμένων μελετών από όλα τα πεδία των κοινωνικών επιστημών συναντούμε και μια ολοένα διευρυνόμενη παραγωγή απομνημονευμάτων, μαρτυριών, αφηγήσεων κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά στις σύγχρονες κοινωνίες η μνήμη του πολέμου αυτού παραμένει ιδιαιτέρως ζωντανή και ευεπίφορη σε διάφορες αναθεωρήσεις. Σε πρώτη ανάγνωση το γεγονός αυτό καθ’ αυτό δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση. Ειδικά σε ότι αφορά την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι οι κληρονομιές του πολέμου αυτού είναι τόσο ισχυρές, που θα μπορούσε να ισχυρισθεί κάποιος ότι δύσκολα θα μπορούσαμε να σκεφθούμε οιαδήποτε πτυχή της σύγχρονης ιστορίας που να μην συνδέεται τρόπον τινά με τη σύγκρουση αυτή. Μια από τις πλέον ισχυρές κληρονομιές του πολέμου ήταν και ο αντιφασισμός, ο τονισμός των –πολλές φορές ετερόκλητων– κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών που συγκροτήθηκαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες το διάστημα 1939-45 προκειμένου να συντριβεί ο φασισμός και ο ναζισμός. Η συγκρότηση του τελευταίου δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία. Πέρα από το προφανές της ανομοιογενούς συμμαχίας της αστικής δημοκρατίας και του σοβιετικού κομμουνισμού στο ανώτατο γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο για την αντιμετώπιση του φασισμού, του ναζισμού και του ιαπωνικού μιλιταρισμού, σε κάθε χειμαζόμενη χώρα υπήρχαν διαιρετικές τομές που σχετίζονταν με τα εκάστοτε πολιτικά διακυβεύματα.

Η ευρωπαϊκή Αντίσταση
Mια από τις πλέον σημαντικές, αν όχι η σημαντικότερη, αφορούσε τη στάση των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στο αντιστασιακό φαινόμενο. Ο όρος Αντίσταση (Resistance) αντιπροσωπεύει διάφορες καταστάσεις στις κατεχόμενες από τις αξονικές δυνάμεις ευρωπαϊκές χώρες. Από τις ομάδες κατασκοπείας μέχρι τον ανταρτοπόλεμο, από τα σαμποτάζ ως τις μαζικές κινητοποιήσεις στις πόλεις, από την άρνηση συνεργασίας με τους κατακτητές ως την ενεργητική υποστήριξη των ένοπλων ομάδων, οι αντιστασιακοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαχητές στην υπηρεσία ενός ευρύτερου σκοπού που υπερέβαινε την αντίθεση στο ναζιστικό βασίλειο της βίας. Η προγενέστερη αντίστοιχη εμπειρία αφορούσε τη διεθνή συσπείρωση στην υπόθεση της υποστήριξης του δημοκρατικού στρατοπέδου στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο του 1936-39. Δεν υπάρχει βέβαια απόλυτη γραμμική συνέχεια ως προς την κοινωνική συγκρότηση των συσπειρώσεων αυτών, είναι όμως δεδομένο ότι πολλοί ευρωπαίοι πολίτες ένιωθαν την ανάγκη να ταυτίσουν την προσωπική τους τύχη με μια ευρύτερη υπόθεση.
Σε κάθε περίπτωση οι αντιστασιακοί εμφανίζονταν να διαρρηγνύουν την «συναίνεση» γύρω από την υποταγή στον Άξονα, δηλαδή ενίσχυαν την άρση της κοινωνικής εκείνης συμπεριφοράς που έτεινε στο συμβιβασμό και στην υποταγή στη «Νέα Τάξη». Δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση, καθώς τα «νομιμόφρονα» στρώματα των ευρωπαϊκών χωρών δεν ήταν διατεθειμένα να αναλάβουν το κόστος μιας σύγκρουσης με έναν αντίπαλο που φαινόταν (αρχικά τουλάχιστον) ακατανίκητος.
Οι ίδιοι οι αντιστασιακοί έπρεπε πολλές φορές να διαρρήξουν οικογενειακούς και τοπικούς δεσμούς και να έρθουν σε σύγκρουση με τις αντιλήψεις αυτές. Η «συνεργασία» και ο δωσιλογισμός συνιστούσαν την άλλη άκρη του πολιτικού εκκρεμούς, και σε ορισμένες περιπτώσεις ολόκληρες κρατικές δομές εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των κατοχικών δυνάμεων.
Η επίκληση του αντικομμουνισμού και της «σωτηρίας της πατρίδας» δημιουργούσαν το ιδεολογικό πλαίσιο το οποίο καθοδηγούσε τις κυβερνήσεις αυτές, ύψιστη συμβολική μορφή των οποίων ήταν το «κράτος του Βισύ» στη Γαλλία. Στο πλαίσιο αυτό η Αντίσταση θεωρούνταν ως ενέργεια που υπονόμευε το κοινωνικό καθεστώς και την κοινωνική συνοχή, ως «Πέμπτη φάλαγγα» του κομμουνισμού, ως προανάκρουσμα επαναστατικών μεταπολεμικών εξελίξεων.
Από την άλλη πλευρά η διαμόρφωση της Αντίστασης στην Ευρώπη δεν ήταν ομοιογενής ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο. Αντιθέτως έλαβε διαφορετική μορφή σε κάθε κατεχόμενη χώρα, γεγονός αναμενόμενο αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του τις προγενέστερες κοινωνικοπολιτικές δομές κάθε ευρωπαϊκού έθνους-κράτους. Σε γενικές γραμμές όμως θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τα κύρια γνωρίσματα της ευρωπαϊκής Αντίστασης στα εξής:
1. Mια ηθική δέσμευση συμμετοχής σε έναν ευρύτερο στρατιωτικό και πολιτικό αγώνα εναντίον της χιτλερικής «Νέας Τάξης» στην Ευρώπη.
2. Μια διάθεση αμφισβήτησης του προπολεμικού status quo ante και διατύπωση μιας εναλλακτικής πολιτικής πρότασης για τη μεταπολεμική περίοδο, είτε μεταρρυθμιστικού είτε επαναστατικού προσανατολισμού.
3. Μια απόπειρα ενίσχυσης των συλλογικοτήτων και της κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ των αδυνάτων, των περιθωριοποιημένων  και των πλέον απειλούμενων στρωμάτων που εμφανίσθηκαν στην κατεχόμενη Ευρώπη. Σε πρώτη βέβαια φάση αυτό αφορούσε τον κατατρεγμένο εβραϊκό πληθυσμό που απειλούνταν με ολοκληρωτικό αφανισμό.
Η επιτυχία ή μη του τελικού σκοπού (δηλαδή της ήττας του Άξονα) δεν εξαρτάτο αποκλειστικά από τις αντιστασιακές ομάδες. Η αρχική ενεργοποίηση του «ανορθόδοξου» πολέμου στο εσωτερικό της κατεχόμενης ηπείρου αποτελούσε τμήμα της ευρύτερης βρετανικής στρατηγικής, η οποία και ενέπλεξε στην όλη διαδικασία τα κατασκοπευτικά της δίκτυα και τμήματα της στρατιωτικής της γραφειοκρατίας. Ο πόλεμος πάντως διεξήχθη σε μεγάλο βαθμό από τα τακτικά στρατεύματα και τα ένοπλα αντιστασιακά κινήματα μπόρεσαν να ενισχύσουν επικουρικά τις εκάστοτε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Συμμάχων, όπως αποδείκνυε η σύμπλευση των γάλλων παρτιζάνων με τους Ελεύθερους Γάλλους και τα συμμαχικά στρατεύματα μετά την απόβαση στη Νορμανδία. Παρέμεναν βέβαια ως ξεκάθαρη ενόχληση των (ως επί το πλείστον γερμανικών) στρατευμάτων στα μετόπισθεν, δεν ήταν όμως η στρατιωτική τους διάσταση αυτή που θα χαρακτηρίζαμε κυρίαρχη. Ακόμη και στις χώρες εκείνες όπου ο ανταρτοπόλεμος διεξήχθη κυρίως στο ορεινό πεδίο (Γιουγκοσλαβία, Ελλάδα, Αλβανία) υπήρχε μια ξεκάθαρη πολιτική διάσταση στο όλο εγχείρημα, που σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, έλαβε τη μορφή ουσιαστικά μιας κοινωνικής επανάστασης. Το γεγονός αυτό εξηγεί και τις τεράστιες αντιθέσεις που εμφανίσθηκαν στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Αντίστασης και οι οποίες εκδηλώθηκαν ακόμη και με τη μορφή εμφύλιων συγκρούσεων ανάμεσα σε αντιστασιακές οργανώσεις με διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό. Η διαπίστωση αυτή αφορά τις περισσότερες χώρες στις οποίες εμφανίσθηκε μαζικό ένοπλο κίνημα: την Γιουγκοσλαβία αρχικά, την Ελλάδα, την Αλβανία και την Ιταλία αργότερα. Στις κοινωνίες αυτές η Αντίσταση διχάστηκε, πολλές φορές στη βάση παλαιότερων διαιρέσεων, και οι συγκρούσεις μεταξύ των ανταρτών ήταν σφοδρές, γεγονός που αποπειράθηκαν να εκμεταλλευθούν οι κατοχικές δυνάμεις. Καθώς μάλιστα ο Πόλεμος όδευε προς το τέλος του η πόλωση αυτή αύξανε σε υπέρμετρο βαθμό και η απειλή εμφυλίων πολέμων ήταν διαρκής στις περισσότερες χώρες που απελευθερώνονταν σταδιακά. Η ανοικτή διολίσθηση σε γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο αποφεύχθηκε, και τα πολιτικά καθεστώτα ανασυγκροτήθηκαν σχετικά αναίμακτα. Τραγική εξαίρεση συνιστούσε βέβαια η ελληνική περίπτωση, καθώς με τη βρετανική επέμβαση ο ΕΛΑΣ ηττήθηκε το Δεκέμβριο του 44 και το αντιεαμικό στρατόπεδο επανέκτησε την εξουσία.
Εντελώς διαφορετική ήταν η περίπτωση των Σοβιετικών Παρτιζάνων που δρούσαν στα μετόπισθεν της Βερμαχτ, σε ένα εντελώς διαφορετικό γεωγραφικό και κοινωνικό περιβάλλον. Στο χώρο αυτό, όπως και σε ένα μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Ευρώπης, ο ολοκληρωτικός πόλεμος έλαβε την πλέον ακραία μορφή του, με τις μονάδες των Waffen-SS και των Einsetzgruppen να εξαπολύουν κύματα αδιανόητης βίας εναντίον Εβραίων, κομμουνιστών, άμαχου πληθυσμού και ανταρτών.  Οι παρτιζάνοι, με την συμμετοχή στους κόλπους τους πολιτικών επιτρόπων, συνιστούσαν μια σοβαρή απειλή για τα αξονικά στρατεύματα, γεγονός που είχε συνειδητοποιήσει απόλυτα η γερμανική στρατιωτική διοίκηση, η οποία συγκρότησε και εδικές μονάδες αντιμετώπισης αυτών των ενόπλων.

Η γερμανική απάντηση
Ποια ήταν λοιπόν η γενικότερη αντίδραση των Γερμανών στις απόπειρες κατάλυσης της στρατιωτικής κατοχής που είχαν επιβάλει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες; Ο γερμανικός στρατός συνιστά τη στρατιωτική εκείνη δύναμη που για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία εκφράζει με τόση αγριότητα το πνεύμα του νεωτερικού ολοκληρωτικού πολέμου, αυτής της νέας μορφής διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, που άρχισε σταδιακά να επιβάλλεται από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον πόλεμο αυτό δεν υπάρχουν πλέον ασφαλή μετόπισθεν, οι απώλειες μεταξύ των αμάχων είναι κι αυτές τεράστιες, οι τεχνολογικές εξελίξεις καθιστούν τα τεθωρακισμένα και τη μηχανοκίνηση των στρατευμάτων βασικούς μοχλούς της στρατιωτικής επικράτησης, ενώ οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί προκαλούν τον τρόμο στον άμαχο πληθυσμό των πόλεων. Στο πεδίο της θεωρίας, οι μεγάλοι στοχαστές των κοινωνικών επιστημών, και κυρίως της κοινωνιολογίας, κατεξοχήν επιστήμης της βιομηχανικής κοινωνίας, τρόμαξαν μπροστά στην τεράστια αυτή κινητοποίηση, που δεν άφηνε ανεπηρέαστο κανένα τμήμα του κοινωνικού ιστού. Ο κεραυνοβόλος πόλεμος (Blitzkrieg) που εφάρμοσαν επιτυχημένα οι Γερμανοί στην Ευρώπη το 1939-41 αποτελεί μια πλευρά μόνο αυτής της σύγχρονης τραγωδίας, που επρόκειτο να κορυφωθεί στη μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση όλων των εποχών, αυτή μεταξύ Γερμανίας και ΕΣΣΔ στο ανατολικό μέτωπο. Οι γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ήταν, σύμφωνα με κάποιες σύγχρονες θεωρήσεις, οι πλέον αποτελεσματικές του πολέμου.  Είχαν αναλάβει, σύμφωνα με το Χίτλερ, την «ιστορική αποστολή» να «συντρίψουν τον μπολσεβικισμό». Ως εκ τούτου αντιμετώπιζαν τις εναντίον τους απειλές ως εκπορευόμενες κυρίως από τη Μόσχα, και δεν έτρεφαν σεβασμό για τον ανταρτοπόλεμο, το είδος αυτό του λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου, το οποίο καθοδηγούσαν ως επί το πλείστον τα αριστερά πολιτικά κινήματα. Στον πόλεμο αυτό ο αντίπαλος εφάρμοζε τακτικές «hit and run», δεν διακρίνονταν εύκολα, δεν δεσμεύονταν από διακρατικές συνθήκες, μπορούσε να δρα στα μετόπισθεν και κατά τη διάρκεια της νύχτας, και είχε μεγάλες δυνατότητες απαγκίστρωσης και διαφυγής. Κυρίως όμως διέθετε την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού, χωρίς την ενεργό συνδρομή του οποίου δεν μπορούσε να έχει πιθανότητες επιβίωσης. Το τελευταίο μάλιστα μάθημα το αντιλήφθησαν ορθά όλοι οι μετέπειτα αντάρτικοι στρατοί, που σε πλανητική πλέον κλίμακα, αμφισβητούσαν ένοπλα τον εκάστοτε κυρίαρχο π.χ. στους αντιαποικιακούς αγώνες.
Για να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά ο ανταρτοπόλεμος κρίθηκε απαραίτητο να εφαρμοσθούν τα πιο σκληρά μέτρα εναντίον του άμαχου πληθυσμού. Η πρακτική των αντιποίνων εγκρίθηκε από την ανώτατη ηγεσία, προσωπικά δηλαδή από τον Χίτλερ. Αρχικά ο χώρος της Γιουγκοσλαβίας έκανε τους Γερμανούς να αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση τους σλάβους αντάρτες, στο πλαίσιο της ναζιστικής φυλετικής κοσμοαντίληψης περί «αρίων» και «κατωτέρων» φυλών. Ο ηγέτης του «χιλιόχρονου Ράιχ» μιλούσε υποτιμητικά για «τα παράσιτα» αυτά, τους «συμμορίτες» που έχυναν πολύτιμο γερμανικό αίμα και επέβαλαν την παρουσία 17 μεραρχιών στη βαλκανική χερσόνησο. Στη συνέχεια όμως τα αντίποινα εφαρμόσθηκαν με αγριότητα εναντίον των περισσότερων κοινωνιών στις οποίες είχαν εμφανισθεί αντιστασιακοί στρατοί. Η τελική επιτυχία όλων αυτών των ενεργειών υπήρξε αμφίβολη, καθώς οι αποτρόπαιες αυτές επιχειρήσεις προκαλούσαν στην πλειονότητα των περιπτώσεων το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα ως προς τις διαθέσεις του άμαχου πληθυσμού έναντι των στρατευμάτων κατοχής.

Η κληρονομιά της Αντίστασης
Εξίσου σημαντική ήταν η παρουσία των αντιστασιακών στο αστικό πεδίο. Και στο σημείο αυτό οι διαφορές από χώρα σε χώρα ήταν σημαντικές. Στην περίπτωση της Γαλλίας π.χ. ο «μυστικός στρατός» είχε αναπτύξει δίκτυα στις περισσότερες πόλεις που επικοινωνούσαν με τους maquis. Οι μαζικές διαμαρτυρίες και οι διαδηλώσεις των ετών 1943-44 απέτρεψαν την σχεδιαζόμενη από τους Γερμανούς πολιτική επιστράτευση στην Ελλάδα, ενώ ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην κατεχόμενη Βαρσοβία, στην οποία η ανοικτή εξέγερση εναντίον των Γερμανών συνετρίβη με βιαιότητα.
Μια εξίσου σημαντική διάσταση της Αντίστασης αφορούσε την είσοδο νέων κοινωνικών κατηγοριών στο πεδίο της πολιτικής δράσης: γυναίκες, νέοι, εκπρόσωποι μειονοτήτων, έβρισκαν για πρώτη φορά τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε ένα πεδίο που μέχρι τότε φαινόταν απόμακρο. Η ριζοσπαστικοποίηση των στρωμάτων αυτών δεν ήταν καθόλου αυτονόητη, και ούτε υπήρξε ομοιογενής. Συνιστούσε όμως και αυτή με τη σειρά της μια ρήξη με το προπολεμικό καθεστώς, ειδικά σε χώρες όπως αυτές των Βαλκανίων, στις οποίες προνεωτερικού τύπου κοινωνικές ιεραρχίες ρύθμιζαν ακόμη τις ζωές εκτεταμένων στρωμάτων του πληθυσμού (ιδίως στην ύπαιθρο).
Το τέλος του Πολέμου έβρισκε την ευρωπαϊκή ήπειρο καθημαγμένη, και υποταγμένη στα κελεύσματα των νέων κυρίαρχων –ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης. Η νομιμοποίηση όμως των μεταπολεμικών καθεστώτων βασιζόταν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην ηθική κληρονομιά της Αντίστασης, και οι συνεργάτες των χιτλερικών τιμωρούνταν στις περισσότερες χώρες, με ανάλογες διαφοροποιήσεις ως προς τον τύπο της τιμωρίας και τον αριθμό των καταδικασθέντων. Και στο σημείο αυτό τη μεγαλύτερη εξαίρεση αποτέλεσε η Ελλάδα, στην οποία επικρατούσε διαφορετική κατάσταση. Παρά λοιπόν τη συγκρότηση των Ειδικών Δικαστηρίων Δωσιλόγων η διολίσθηση προς τον Εμφύλιο Πόλεμο απέτρεπε τις μαζικές καταδίκες συνεργατών. Αντιθέτως η πλήρης επιβολή του αντικομμουνισμού δημιουργούσε τις συνθήκες για την εκ νέου ενσωμάτωση των κοινωνικών αυτών στρωμάτων στις κρατικές και ημι-κρατικές δομές, και την εκ μέρους τους προβολή του «εθνικόφρονος» χαρακτήρα της δράσης τους.
Σε κάθε περίπτωση η Αντίσταση αποτέλεσε μια από τις κορυφαίες εκφάνσεις του αντιφασιστικού αγώνα. Αυτό το αποδεικνύει μεταξύ άλλων και η Τέχνη, με τις άπειρες αναφορές στην περίοδο αυτή στο χώρο του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας, του θεάτρου, της ζωγραφικής κ.λπ. Η Αριστερά τάχθηκε στην πρωτοπορία του αγώνα αυτού, και το πλήρωσε με χιλιάδες θύματα. Η πολιτική κεφαλαιοποίηση όμως της συμμετοχής στην Αντίσταση επέτρεψε σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές αριστερές οργανώσεις να αυξήσουν το ειδικό βάρος τους στα μεταπολεμικά πολιτικά συστήματα της Ευρώπης, με κορυφαία παραδείγματα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ιταλίας και της Γαλλίας. Οι μεταγενέστερες πολιτικές εξελίξεις, ο χωρισμός της Ευρώπης και ο Ψυχρός Πόλεμος, δημιούργησαν πολλά ρήγματα στο αντιφασιστικό στρατόπεδο. Όμως όσο και αν η περίοδος του B’ παγκοσμίου πολέμου αναθεωρείται διαρκώς από τις κοινωνικές επιστήμες, όσο και αν οι ίδιες οι μνήμες του μεγάλου γεγονότος μεταβάλλονται σε σχέση π.χ. με την πολιτική συγκυρία της πτώσης του «υπαρκτού» το 1989, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον κομβικό ρόλο της Αντίστασης ως προς την υπεράσπιση των οικουμενικών αξιών της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφοσύνης. Τονίζοντας με δραματικό πολλές φορές τρόπο τα μεγάλα διλήμματα τα οποία είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει ο νεωτερικός άνθρωπος, το αντιστασιακό φαινόμενο παραμένει ένα φωτεινό σημείο της σύγχρονης ιστορίας, όσο κι αν οι σχετικιστικές μετανεωτερικές αντιλήψεις τείνουν στην «αποδόμηση» του προς όφελος πάντα των κυρίαρχων ελίτ και της ιδεολογικής ηγεμονίας την οποία τείνουν να εγκαθιδρύσουν.
Βαγγέλης Τζούκας, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας.

Βιβλιογραφία
Άγγελος Ελεφάντης, «Το αντιστασιακό φαινόμενο στην Ευρώπη του Χίτλερ», Μας πήραν την Αθήνα…ξαναδιαβάζοντας την Ιστορία 1941-50, Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2002.
Rab Bennett, Under the shadow of the swastika: the moral dilemmas of Resistance and Collaboration in Hitler’s Europe, NY, NYU Press, 1999.
Michael Burleigh, Moral Combat-A history of World War II, London, Harper Press, 2011.
Richard Evans, The Third Reich at War-How the Nazis led Germany from Conquest to Disaster, London, Penguin, 2009.
Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων: ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, Αθήνα, Θεμέλιο, 1999.
Eric Hobsbawm, Επαναστάτες, Αθήνα, Θεμέλιο, 2008.
Hans Joas, War and Modernity, Polity Press, Cambridge, 2003.
Γιώργος Μαργαρίτης, «Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πενήντα χρόνια από το τέλος της ευρωπαϊκής εκδοχής του», Ο δεκαπενθήμερος Πολίτης, τχ. 5 (1995), σσ. 24-27.
Mark Mazower, Hitler’s Empire-How the Nazis ruled Europe, NY, Penguin, 2008.
Μαρκ Μαζάουερ, Σκοτεινή Ήπειρος: ο ευρωπαϊκός εικοστός αιώνας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2001.
Richard Overy, Russia’s war: a history of the soviet effort 1941-45, London, Penguin, 1998.
Alastair Parker, Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2004.
Juliette Pattinson & Ben Shepherd, War in a Twilight World: Partisan and Anti-Partisan Warfare in Eastern Europe 1939-1945, NY, Palgrave-MacMillan, 2010.
Carl Schmitt, Η θεωρία του αντάρτη-παρεμβολή στην έννοια του Πολιτικού, Αθήνα, Πλέθρον, 1990.
Ζακ Σεμελέν, Άοπλοι απέναντι στον Χίτλερ-Η πολιτική αντίσταση στην Ευρώπη 1939-1943, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1993.
Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμης-Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη δημόσια ιστορία, Αθήνα, Νεφέλη, 2008.

http://e-dromos.gr/index.php?option=com_k2&view=item&id=6267:h-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7-1939-45-%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7%CE%B8%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CE%B4%CE%B9%CE%BB%CE%AE%CE%BC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1&Itemid=64