Τετάρτη 11 Μαρτίου 2009

Η απειλή της απόλυσης


Το 1933 δύο κοινωνιολόγοι από την Αυστρία, η Μαρί Γιάχοντα και ο Πάουλ Φέλιξ Λάζαρσφελντ, έμελλε να αλλάξουν την επιστήμη τους με την έρευνά τους με τίτλο «Οι άνεργοι του Μαρίενταλ». Ουσιαστικά, έκαναν αυτό που αργότερα θα χαρακτηριζόταν «ενεργή έρευνα» (action research), ζώντας μαζί με τους ανθρώπους της ομώνυμης κωμόπολης στην περιοχή του Νόιζιντλ, έξω από τη Βιέννη. Ο οικισμός είχε ουσιαστικά ιδρυθεί όταν φτιάχτηκε εκεί ένα εργοστάσιο, και κατά συνέπεια οι κάτοικοι βρέθηκαν εντελώς ξεκρέμαστοι όταν στη δίνη της οικονομικής κρίσης του Μεσοπολέμου η επιχείρηση έβαλε λουκέτο. Οι Λάζαρσφελντ και Γιάχοντα έμειναν, λοιπόν, με τους ανθρώπους, συμμετείχαν σε προγράμματα αλληλεγγύης για εκείνους που είχαν μείνει χωρίς δουλειά και άρχισαν να συγκεντρώνουν ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία μέσω ερωτηματολογίων που συμπλήρωναν τα «θύματα» της κρίσης. Η μέθοδος αυτή αμφισβητήθηκε τότε από άλλους κοινωνιολόγους. Η αξία της και τα αποτελέσματά της αναγνωρίστηκαν ουσιαστικά μετά από δεκαετίες και αποτέλεσαν τον οδηγό για μετέπειτα έρευνες σε σχέση με τις κοινωνιολογικές συνέπειες της ανεργίας.
Το βασικότερο συμπέρασμα που προκάλεσε τότε αίσθηση ήταν ότι η μαζική ανεργία δεν προκαλεί ριζοσπαστικοποίηση στην κοινωνία, δεν ξυπνάει επαναστατικά αισθήματα στους ανθρώπους, αλλά αντίθετα τους οδηγεί στην απάθεια και την παραίτηση.
Ιστορικές έχουν μείνει οι παρατηρήσεις των ερευνητών ακόμα και για τη στάση του σώματος των ανέργων, που περπατούσαν καμπουριαστοί, με το κεφάλι σκυφτό. Άλλη σημαντική παρατήρηση είχε να κάνει με την πλήρη κατάργηση του καταμερισμού του χρόνου των μην απασχολουμένων, οι οποίοι οδηγούνταν σε μια αναβλητικότητα και των απλούστερων ακόμα καθημερινών τους υποχρεώσεων και έχαναν στην ουσία το «ημερήσιο πρόγραμμά τους».
Η εμπειρική αυτή παρακολούθηση και καταγραφή συστηματοποιήθηκε αργότερα από τον Λάζαρσφελντ και βρήκε τη θέση της στη σύγχρονη Κοινωνιολογία, όπως και η κατάταξη των ανέργων σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τους απτόητους, τους παραιτημένους, τους απογοητευμένους και τους χωρίς ελπίδα απαθείς. Όπως είναι προφανές, μόνο η πρώτη κατηγορία συνεχίζει να κάνει σχέδια και να ελπίζει για το μέλλον της ή, όπως πιο επιστημονικά επισημαίνει ο Λάζαρσφελντ, «να μη χάνει μια βασική ιδιότητα του ανθρωπίνου είδους να προσπαθεί να προβλέψει μελλοντικές εξελίξεις» και να κάνει μάλιστα κάτι για να τις επηρεάσει.
Από τότε έχουν περάσει πολλές δεκαετίες και οι έρευνες για τις συνέπειες της ανεργίας πάνω στην ανθρώπινη φύση έχουν εξελιχθεί και τελειοποιηθεί. Όλοι έχουμε ακούσει ότι οι άνεργοι μπορεί να αρρωσταίνουν ευκολότερα από τους εργαζομένους, ότι εμφανίζουν τάσεις κοινωνικής απομόνωσης ή ακόμα και ραγδαία πτώση της σεξουαλικής τους επιθυμίας και δραστηριότητας. Μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο θα σας φέρει αντιμέτωπους με εκατοντάδες τέτοιες στοιχειοθετημένες εργασίες. Έρευνες που αποκτούν πρόσθετη επικαιρότητα στις μέρες μας όταν τα μεγάλα επιστημονικά ή άλλα ιδρύματα προβλέπουν ραγδαία άνοδο της ανεργίας σε ολόκληρο το δυτικό κόσμο.
Τους τελευταίους μήνες βομβαρδιζόμαστε από ειδήσεις για κλείσιμο εταιριών και περικοπές θέσεων εργασίας σε ολόκληρο τον κόσμο ή, στην καλύτερη περίπτωση, για πέρασμα σε καθεστώς μερικής απασχόλησης εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων προκειμένου να μην περάσουν εντελώς εκτός απασχόλησης κάποιοι από αυτούς.
Συνολικά στην Ευρώπη μέσα στο 2008 προστέθηκαν πάνω από 1 εκατ. άνεργοι, σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Εurostat, φθάνοντας πλέον στα 17,5 εκατομμύρια. Σύμφωνα με μια βρετανική έρευνα, η ζήτηση εργαζομένων καταρρέει τώρα με ρυθμούς-ρεκόρ. Οι ειδικοί προειδοποιούν ότι «τα στοιχεία είναι εξαιρετικά ανησυχητικά και δείχνουν ότι η συρρίκνωση της αγοράς εργασίας τώρα αρχίζει να επιταχύνεται γρήγορα». Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ΔΟΕ) έχει προβλέψει ότι μέχρι το τέλος του 2009 θα καταργηθούν 20 εκατ. θέσεις εργασίας σε ολόκληρο τον κόσμο και οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι οι ουρές ανέργων θα καταγράψουν ρεκόρ στην Ευρώπη.
Την ανηφόρα θα πάρουν οι δείκτες της ανεργίας και στη χώρα μας, λένε όλες οι αξιόπιστες προβλέψεις, τη στιγμή που η ανεργία, ειδικά στους νέους, χτυπά κόκκινο εδώ και χρόνια με ποσοστά σταθερά πάνω από το 20%. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που γράφτηκε για το πιο συνηθισμένο «ρουσφέτι» που ζητείται από τους βουλευτές. Στο 80-85% των περιπτώσεων το αίτημα είναι μια δουλειά, ένας διορισμός ή έστω η ένταξη σε ένα χρονικά περιορισμένο πρόγραμμα επιδοτούμενης απασχόλησης. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε όλοι καθημερινά και, το χειρότερο, όπως περιμένουμε να τη βιώσουμε.
Γιατί εξίσου τραγικές με τις συνέπειες της ανεργίας είναι και οι παρενέργειες από το φόβο της ανεργίας. Όπως έλεγε ένας κοινωνιολόγος, είναι πιο εύκολο να αντιμετωπίσεις ένα υπαρκτό θηρίο παρά να ζεις με το φάντασμά του να αιωρείται πάνω από το κεφάλι σου. Και σίγουρα είναι πολύ πιο δύσκολο να καταγραφούν επιστημονικά οι επιπτώσεις αυτού του φαινομένου. Αν συχνά ακούμε, για παράδειγμα, για «κρυφούς ανέργους», για «αποθαρρημένους» που δεν εμφανίζονται για διάφορους λόγους στις επίσημες στατιστικές, ακόμα πιο δύσκολο είναι να καταγράψει κανείς εκείνους που θεωρούν εαυτούς απειλούμενους από την ανεργία. Και πρακτικά αδύνατον να ταξινομήσει σε ομάδες την αλλαγή στην ψυχολογία και τη συμπεριφορά τους.
Το πρόβλημα της ανεργίας είναι σίγουρα από τα πρώτα σε πολλές δημοσκοπήσεις. Και πολλοί παραδέχονται σε θεωρητικό επίπεδο ότι έχουν σκεφτεί το ενδεχόμενο αυτό. Αν μιλήσεις με κοινωνιολόγους ή ψυχολόγους, είναι σίγουρο ότι θα έχουν εντοπίσει αυτή τη γενικευμένη ανασφάλεια στην κοινωνία. Το ερώτημα είναι, όμως, τι είδους υπόγειες κοινωνικές ανακατατάξεις προκαλεί αυτή η υφέρπουσα φοβία της κοινωνίας. Μας κάνει όλους λίγο πιο «εγωιστές»; Εξαφανίζει την αλληλεγγύη στο χώρο της δουλειάς, κάνοντάς μας να αντιμετωπίζουμε πλέον το συνάδελφο ως ανταγωνιστή; Μας κάνει πιο ευάλωτους σε πιέσεις από τους εργοδότες μας; Είναι ερωτήματα που δεν απαντώνται εύκολα μέσα από ένα ερωτηματολόγιο μιας εταιρίας δημοσκοπήσεων.
Αυτό που παρατηρούν, πάντως, εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι ότι σε περιόδους που εξαπλώνεται αυτή η φοβία πολλαπλασιάζεται και ο αριθμός εκείνων που προτιμούν να πηγαίνουν σε προσωπικές λύσεις. Μια έρευνα που έχει επίσης ενδιαφέρον είναι αυτή που είχε γίνει στη Γερμανία σε μια αντίστοιχη περίοδο ύφεσης της οικονομίας το 2003. Τότε είχε παρατηρηθεί μια ραγδαία πτώση των απουσιών από το χώρο εργασίας λόγω ασθενείας. Προφανώς ο φόβος πολλών να γράψουν μείον στο παθητικό τους, τούς έκανε να πηγαίνουν για δουλειά ακόμα και με κρυολόγημα ή γρίπη.
Ο ψυχολόγος Ούντο Κόνραντ σημείωνε τότε ότι στις σύγχρονες κοινωνίες «η εργασία αποκτά ολοένα και περισσότερη σημασία στη ζωή των ανθρώπων και γι’ αυτό είναι και ένα πεδίο όπου εκδηλώνονται πολύ έντονα οι φοβίες». Ειδικά ανάμεσα στους άνδρες, ο φόβος της ανεργίας έχει εκτοπίσει πλέον το φόβο της αρρώστιας που είχε κάποτε τα πρωτεία (47% έναντι 39%). Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι προτιμούν να αρρωστήσουν παρά να μείνουν εκτός απασχόλησης.
Πόσο μπορεί να συνεχίζει όμως μια κοινωνία γεμάτη από φοβικά σύνδρομα; Είναι προφανές ότι ο τρόμος δεν είναι καλός σύμβουλος σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και ότι ουσιαστικά διαλύει τα οποιοδήποτε στοιχεία συνοχής είναι απαραίτητα για να επιβιώνει ειρηνικά κάθε σύνολο ανθρώπων. Οι εργοδότες αλλά και κάποιες κυβερνήσεις, που ίσως τρίβουν σήμερα τα χέρια τους γιατί θεωρούν ότι μπορούν να εκβιάζουν για αλλαγές, για χαλάρωση στις εργασιακές σχέσεις, αύριο θα δουν ότι έχασαν τους τρομαγμένους «πελάτες-καταναλωτές» και κυρίως δημιούργησαν εχθρούς «εν υπνώσει».
Το 1995, ο Τζέρεμι Ρίφκιν είχε προκαλέσει αίσθηση με το βιβλίο του με τίτλο «Το τέλος της εργασίας». Βασικό του μήνυμα ήταν τότε ότι στη μεταβιομηχανική κοινωνία που ζούμε και με τους ρυθμούς ανάπτυξης της τεχνολογίας η πλήρης απασχόληση με τη μορφή που την εννοούσαμε μέχρι τώρα θα είναι αδύνατη. Κάποιοι τον χαρακτήρισαν τότε προφήτη, αλλά και κάποιοι έσπευσαν να τον ειρωνευτούν ως γραφικό και ονειροπόλο. Τα χρόνια που ακολούθησαν έφεραν στην πλειοψηφία τους ανάπτυξη και κράτησαν τους δείκτες ανεργίας σε επίπεδα αποδεκτά για την κυρίαρχη οικονομική σχολή των νεοφιλελεύθερων.
Μένει να αποδειχτεί αν η κρίση που βιώνουμε τώρα μπορεί να ανοίξει δρόμους για μια επαναπροσέγγιση του θέματος από ολόκληρη την κοινωνία. Αν, δηλαδή, αυτή η ύφεση δεν είναι μόνο αποτέλεσμα ενός κύκλου αλλά κάτι πολύ βαθύτερο, τότε είναι προφανές ότι το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με «υπομονή» ούτε με ελεημοσύνες κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, όπως δείχνουν να πιστεύουν κάποιοι στην Ελλάδα. H σύνδεση του προγράμματος ανάκαμψης της αμερικανικής οικονομίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που επιχείρησε να θέσει ως προτεραιότητά του ο Μπαράκ Ομπάμα από την πρώτη κιόλας στιγμή αφήνει να γεννηθούν κάποιες ελπίδες.
Η ανάγκη αναθεώρησης πολλών οικονομικών δογμάτων της τελευταίας εικοσαετίας δεν μπορεί να αφήσει εκτός συζήτησης και τον τομέα της εργασίας, ο οποίος έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο στην απόδοση ταυτότητας στο σύγχρονο άνθρωπο σε σχέση με εκείνα που είχε καταγράψει πριν από επτά δεκαετίες ο Λάζαρσφελντ.
Με άλλα λόγια: Όσα μοντέλα και αν επεξεργαστούν οι ειδήμονες για την έξοδο από την κρίση, αυτά θα παραμείνουν ημιτελή από τη στιγμή που δεν θα μπορέσουν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στα αδιέξοδα των ανέργων και τις ανησυχίες των εργαζομένων που αισθάνονται «έτοιμοι» να τους ακολουθήσουν.

http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2009/01/31/310109%2025.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: