Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2008

Μεγάλοι ερμηνευτές 2: Νίκος Παπάζογλου


Τα μισά από τα καλύτερα τραγούδια που ακούσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν δικά του. Σε κάθε συναυλία του γίνεται το αδιαχώρητο. Δημιούργησε «σχολή» με το ύφος του, τη γνωστή σχολή της Θεσσαλονίκης. Μιλάμε για τον τύπο με το κόκκινο μαντήλι, τον «ινδιάνο» της ελληνικής μουσικής, Νίκο Παπάζογλου.
Ήρεμος, στοχαστικός, ολιγαρκής, λιτός, ανοιχτόμυαλος, ευαίσθητος άνθρωπος που έχει επιλέξει να ζει όπως ακριβώς θέλει: στους δικούς του ρυθμούς. Εξαιρετικά βαθιά φωνή, γνώριμη για το λυγμό της, χαρακτηριστική για το χρώμα της. Όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, δημιούργησαν μια μοναδικά ερωτική σχέση με το κοινό του. Κι έκαναν αυτό το κοινό να αγαπήσει τραγουδοποιούς που εκείνος ανακάλυψε κι ανέδειξε.
Κάθε καλοκαιρινή του εξόρμηση στην Ελλάδα αποτελεί προσωπική του επιλογή, βάσει διαφόρων κριτηρίων, εκτός των οικονομικών. Αν και θεωρείται από τους καλύτερα αμειβόμενους καλλιτέχνες συναυλιών, επειδή δεν υπάρχουν μεσάζοντες στη διοργάνωσή τους. Χρόνια τώρα διοργανώνει και πραγματοποιεί μόνος του τις συναυλίες του με τη Λοξή Φάλαγγα (οι μουσικοί του) στα πιο απίθανα μέρη της Ελλάδας. Θυμηθείτε τα live στο ηφαίστειο της Νισύρου ή στο αρχαίο θέατρο της Θάσου.
Γέννημα - θρέμμα της Θεσσαλονίκης, ο Νίκος Παπάζογλου ασχολήθηκε με τη μουσική μέσα από γκρουπς την περίοδο 1965 - 1970. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μετακομίζει στο Aachen της Δυτικής Γερμανίας (τότε, το 1972) με το συγκρότημά του «ΖΗΛΩΤΗΣ», προκειμένου να επιτύχουν κάτι σε σχέση με τη διεθνή αγορά. Έφτιαξαν έξι τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στο Μιλάνο, τα οποία σήμερα υπάρχουν μόνο σε συλλογές κάποιων φίλων. Γυρίζει στην Ελλάδα, όπου σιγά - σιγά αρχίζει να καλλιεργεί όσα έχει στο μυαλό του. «Κάναμε γλέντια -θυμάται σήμερα- στο σπίτι μου, όπου το μπουζούκι ξαναζωντάνευε όχι σαν παρεξηγημένο όργανο. Φαινόταν πως έπαιρνα το δρόμο μου, αυτόν που μ’ έφερε μέχρι εδώ»
Το 1977 ο Νίκος Παπάζογλου κατέβηκε στην Αθήνα, για τις ανάγκες της παράστασης «Αχαρνής» του Διονύση Σαββόπουλου, όπου έπαιζε και τραγουδούσε. Συμμετέχει φυσικά και στο δίσκο που κυκλοφόρησε στη συνέχεια.
Ένα χρόνο μετά ο δίσκος «Η Εκδίκηση Της Γυφτιάς» «σκάει» σαν βόμβα στα θεμέλια του μουσικού «καθωσπρεπισμού» της εποχής από τη μια, και του λαϊκισμού από την άλλη. Ξυδάκης, Ρασούλης και Παπάζογλου σε μια δουλειά που έγινε στο νεοσύστατο -περίφημο σήμερα- στούντιο «Αγροτικόν» του Νίκου και σημάδεψε για πάντα το ελληνικό τραγούδι.
Αρχικά αντιμετωπίζεται με καχυποψία από τους «ειδικούς», με αρνητικά σχόλια ή και με απορία. «Τι είναι αυτό το πράγμα; έλεγαν. Λαϊκό με επίφαση και στυλ ροκ;»
Η ομάδα όμως ήταν αποφασισμένη. «Χτυπούν» για δεύτερη φορά το 1979 και απαντούν στις δήθεν απόψεις με τα «Δήθεν». Η απήχηση του κόσμου είναι πια δεδομένη. Κάποιο βράδυ, ενώ οδηγεί με τη μηχανή του, τον πλησιάζει ένα ζευγάρι πάνω σε μηχανή επίσης και του προτείνουν να κάνει μια συναυλία στο αμφιθέατρο της Νομικής. Δέχεται, αλλά πρέπει να σχηματίσει ορχήστρα. Παίρνει τον Γιώργο Σιδέρη μπουζούκι, γιατρό από την Αθήνα που ήξερε τα κομμάτια και τους υπόλοιπους από το φοιτητικό όμιλο θεάτρου - κινηματογράφου του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η συναυλία είχε μεγάλη επιτυχία κι ο Νίκος αποφασίζει πως, παρά τις δυσκολίες, αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί με τη μουσική. Φτιάχνει το σχήμα του, με μπουζούκι τον Ισίδωρο Παπαδάμου (πρώην «Χειμερινό Κολυμβητή») κι αρχίζουν να παίζουν όπου τους καλούν.
Στην Αθήνα έπαιξαν μόνο για σαράντα μέρες τα Χριστούγεννα του 1983, στο ΖΟΟΜ, ως «ΤΑΧΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ». Δεν πήγαν καλά οι εμφανίσεις, κι αναγκάστηκε να βάλει κι από τη τσέπη του χρήματα για να πληρωθούν οι μουσικοί που είχαν αφήσει στο μεταξύ τα μεροκάματά τους στη Θεσσαλονίκη για να έρθουν μαζί του. Έκτοτε δεν ξανάπαιξε στην Αθήνα για μεγάλα διαστήματα, εκτός από τα γνωστά live του.
Άρχισε να στήνει λοιπόν ο ίδιος τις περιοδείες του από την επόμενη κιόλας χρονιά. Μέχρι σήμερα έτσι λειτουργεί. Μάλιστα σε περιπτώσεις που οι εισπράξεις ξεπερνούν το ποσό που έχει συμφωνηθεί, τότε το πλεονάζον ποσό μοιράζεται και χρησιμοποιείται από όλους για βιβλία σε βιβλιοθήκες συλλόγων ή παρόμοιες πρωτοβουλίες.
Ο Νίκος Παπάζογλου συμμετέχει στη «Ρεζέρβα» του Σαββόπουλου, στο δίσκο «Χειμερινοί Κολυμβητές» του γνωστού σχήματος και το 1984 κάνει τον πρώτο ουσιαστικά προσωπικό του δίσκο «Χαράτσι» σε ένα ύφος «μικτό και μόνιμο».
Η «Ταχεία θεσσαλονίκης» διαλύεται και δημιουργεί μια ορχήστρα από ερασιτέχνες μουσικούς και από κάποιους φίλους παλιούς επαγγελματίες μουσικούς. Είναι η «Λοξή Φάλαγγα» που κάθε χρόνο όλο κι αλλάζει λίγο τη σύνθεσή της γιατί ο Παπάζογλου προτιμά την ερασιτεχνική ειλικρίνεια από την επαγγελματική δεξιοτεχνία και τις ασφαλείς εκ των προτέρων ενορχηστρώσεις. Το 1986 κυκλοφορεί το «Μέσω νεφών» και παράλληλα συμμετέχει στο «Πότε Βούδας, Πότε Κούδας» των Ρασούλη - Βαγιόπουλου και στο «Ζήτω Το Ελληνικό Τραγούδι» του Σαββόπουλου. Το 1988 έρχεται η συνεργασία με το Μάνο Χατζιδάκι στην μπουάτ «Σείριος» και βεβαίως στο δίσκο «Στο Σείριο υπάρχουν παιδιά».
Το ιδιόμορφο ύφος του, όχι μόνο δεν επηρεάζει, αλλά βοηθά στο να ξεχωρίσει και να χαρακτηρισθεί «η ελπίδα του νέου ελληνικού τραγουδιού».
Ο τύπος που δεν βγάζει από πάνω του τα τζην και το κόκκινο μαντήλι, είναι αυτός που καταφέρνει να γεμίζει γήπεδα και υπαίθρια θέατρα και να ξεσηκώσει τον κόσμο με ένα του μόνο χτύπημα στο ντέφι. Σε τέτοια ατμόσφαιρα βγαίνουν το 1990 τα «Σύνεργα» και βέβαια η ζωντανή ηχογράφηση «Επιτόπιος ηχογράφησις στο θέατρο Λυκαβηττού» το ‘91, ένας χώρος που πλέον είναι συνδεδεμένος με τις εμφανίσεις του στο τέλος κάθε καλοκαιριού.
Η λεγόμενη «σχολή Θεσσαλονίκης» είναι ουσιαστικά η «σχολή Παπάζογλου». Εκείνος άνοιξε το δρόμο, για να ακολουθήσουν όλοι οι υπόλοιποι. Κανείς δεν ξέρει τι μέλλον θα είχαν ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, οι Μικρές Περιπλανήσεις, η Μελίνα Κανά και τόσοι άλλοι, αν δεν τολμούσε πρώτος ο Παπάζογλου.
Και η αλήθεια είναι πως ο χαμένος θα ήταν το ελληνικό τραγούδι και κατ’ επέκταση όλοι εμείς. Όλοι αυτοί κι άλλοι τόσοι πέρασαν από το «Αγροτικόν», ενορχήστρωσαν και ηχογράφησαν τα τραγούδια τους.
«Η δική μου πείρα -τονίζει ο Νίκος- λειτουργεί σαν μια μορφή διακριτικής καθοδήγησης. Ακούω κομμάτια και λέω δεν πρέπει να πάνε χαμένα. Πρέπει να ξεφορτωθείς το πρώτο σου υλικό για να πας παρακάτω. Αλλιώς θα στριφογυρνάς στα ίδια που θα σε βαραίνουν αφόρητα. Αν ο Σωκράτης Μάλαμας ήταν φορτωμένος με τις πρώτες του μπαλάντες τι θα γινόταν; Κάναμε τους δύο πρώτους του δίσκους και μετά πήρε φόρα ο Σωκράτης και κάνει αυτά τα εξαιρετικά τραγούδια».
Σε πολλές δουλειές, η παραγωγή είναι εξ’ ολοκλήρου δική του, με την ετικέτα «Στρόγγυλοι Δίσκοι». Αλήθεια τι όνομα είναι αυτό;
«Όταν οι Γάλλοι κινδύνευαν να χάσουν το Βιετνάμ, λίγο πριν το Ντιεν Μπιεν Φου και την τελική πτώση, πρότειναν ένα σχέδιο που σαν το είδε ο Χο Τσι Μινχ -ήταν και ποιητής ο άνθρωπος- αναρωτήθηκε: «αυτό είναι κάτι τετράγωνο ή στρογγυλό;» Δηλαδή είναι κάτι που έχει πραγματικό αντίκρισμα ή είναι γιαλαντζί ντολμάς; Το στρόγγυλο είναι αυτό που έχει πραγματικό αντίκρισμα κι από εκεί εμπνεύστηκα την ετικέτα Στρόγγυλοι Δίσκοι.»
Χρηματοδοτεί μέχρι δύο δίσκους το χρόνο «ανθρώπων που έχουν τις προδιαγραφές και ταλαιπωρούνται άδικα» Όπως με τον Ορφέα Περίδη που είχε συμβόλαιο με την εταιρεία του και δεν του έκαναν δίσκο. «Του είπα να έρθει στο Αγροτικόν να κάνουμε το δίσκο κι όταν τους είπε να σπάσει το συμβόλαιο, τότε αυτοί του έκαναν το δίσκο που όλοι ξέρουμε τι καταπληκτική τύχη είχε».
Το 1995 κυκλοφόρησε το «Όταν Κινδυνεύεις Παίξε Την Πουρούδα» και το 2005 η τελευταία του δισκογραφική δουλειά «Μά'ισσα σελήνη». Ίσως 10 χρόνια να μην είναι το σύνηθες διάστημα μεταξύ της κυκλοφορίας δύο δίσκων ενός καλλιτέχνη αλλά στην περίπτωση του Νίκου Παπάζογλου κανόνες και «πρέπει» δεν χωράνε. Δεν έχει μπει γενικά στο παιχνίδι των συχνών εμφανίσεων στα media - τα αποφεύγει σταθερά- και δεν φαίνεται διατεθειμένος να δισκογραφεί μόνο και μόνο για να έχει μια τέτοια παρουσία.
Σήμερα ζει έξω από τη Θεσσαλονίκη, σε ένα μεγάλο κτήμα κάπου ανάμεσα στο Πανόραμα και τη Θέρμη, με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Πηγαινοέρχεται στο στούντιο με μία BMW R26, ταξιδεύει στο Αιγαίο για τις συναυλίες του με το καίκι του, «πετάει» στον ουρανό της Μακεδονίας με το αεροπλάνο του για να ξεχνιέται, μιλάει με τα άλογά του, φροντίζει τα λουλούδια του και καταγράφει όπου πάει παραδοσιακά τραγούδια. Πίνει μόνο με καλούς φίλους, χαμογελάει, γράφει τραγούδια που μιλάνε για πράγματα απλά και αληθινά που αφορούν όλους μας.
«Τραγούδια που σου γλυκαίνουν το αυτί». Λίγο είναι αυτό;

Δεν υπάρχουν σχόλια: