Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Γούντι Άλεν: Ο αστείρευτος τρυποκάρυδος


Ανακοίνωσα προχθές ευθαρσώς σε μια συντροφιά ότι η πιο πρόσφατη ταινία του Γούντι Άλεν -«Vicky, Christina, Barcelona»- δεν με ικανοποίησε, όπως ούτε και το περυσινό «Όνειρο της Κασσάνδρας». Θεωρώ, αντίθετα, το «Match point» του 2005 κομψοτέχνημα. Μία κοπέλα συμφώνησε μαζί μου, οι φίλες της αντίθετα εξεγέρθηκαν - «σ’ αρέσουν οι εύκολες αλληγορίες!», με κατηγόρησαν, «σίγουρα θα λάτρεψες και το «Παίζοντας στα τυφλά»!» Ο κολλητός μου έριξε τότε το βάρος του υπέρ του παλιού, γνησίως κωμικού, Γούντι Άλεν στις «Μπανάνες» του 1971 και το «Τα πάντα γύρω απ’ το σεξ» του 1972. «Το αριστούργημα του Γούντι Άλεν είναι το «Μανχάταν», πετάχτηκε και αποφάνθηκε ένας κύριος από το διπλανό τραπέζι. «Έχεις δει τη “Βιτρίνα” του 1976;», τον κόντραρε η κουλτουριάρα σύζυγός του. «Στη “Βιτρίνα”, χρυσή μου», τη διόρθωσε εκείνος δασκαλίστικα, «ο Γούντι Άλεν απλώς πρωταγωνιστεί. Σκηνοθέτης είναι ο Μάρτιν Ριτ» !
Έχετε εσείς υπ’ όψιν σας πολλούς καλλιτέχνες που να μπορούν να μονοπωλήσουν με το έργο τους τη συζήτηση μιας παρέας επί ένα ολόκληρο βράδυ; Ξέρετε πολλούς δημιουργούς που να παράγουν ακατάπαυστα επί μισό και πλέον αιώνα, αλλάζοντας συχνά ύφος και περιεχόμενο, μα θέτοντας σε ό,τι κι αν βγαίνει απ’ τα χέρια τους τη χαρακτηριστικότατη υπογραφή τους;
Ο Γούντι Άλεν γεννήθηκε ως Άλαν Στιούαρτ Κένινγκσμπεργκ την πρώτη Δεκεμβρίου του 1935. Γόνος μικροαστών Εβραίων γερμανικής καταγωγής, μεγάλωσε στο Μπρούκλιν, απέναντι από το αγαπημένο του νησί του Μανχάταν. Στις ταινίες παρουσιάζει τον εαυτό του ως ένα άτσαλο, συνεσταλμένο παιδί, κακοποιούμενο αενάως από τους συμμαθητές του. Στην πραγματικότητα, ο κοκκινοτρίχης εθεωρείτο εξ απαλών ονύχων διάνοια -για αυτό και πήδηξε μία τάξη- και ήταν παράλληλα δημοφιλέστατος, βασικό στέλεχος στις ομάδες μπέιζμπολ, αλλά και μπάσκετ, παρά το χαμηλό του ανάστημα, που δεν υπερέβη τελικά το 1,65…
Ο Γούντι Άλεν (διάλεξε το ψευδώνυμό του από θαυμασμό προς τον τζαζίστα Γούντι Χέρμαν) επέλασε στη ζωή από πολύ μικρός. Στα δεκαοκτώ του αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο λόγω αδιαφορίας, στα δεκαεννιά παντρεύτηκε μια δεκαεξάχρονη. Στην ίδια ηλικία έγινε επαγγελματίας συγγραφέας για κωμικά τηλεοπτικά προγράμματα -και για το “Cadid Camera” ακόμα- και είδε τις εβδομαδιαίες του αποδοχές να εκτινάσσονται από τα 75 στα 1.500 δολάρια. Το 1961 έπιασε δουλειά ως stand up comedian σε κλαμπ της Νέας Υόρκης. Ήταν η εποχή που το είδος μεσουρανούσε - ο διαβόητος Λένι Μπρους, ο «Βρομόστομος», δημιουργούσε κάθε βράδυ σκάνδαλο κοροϊδεύοντας πρωτίστως το ίδιο το κοινό του. Το 1965 μπήκε πλησίστιος στην κινηματογραφική βιομηχανία γράφοντας το σενάριο του «Τι νέα, ψιψίνα;» στο οποίο πρωταγωνιστούσαν τα ιερά τέρατα Πίτερ Ο’ Τουλ και Πίτερ Σέλερς. Το 1969 σκηνοθέτησε το «Πάρε τα λεφτά και τρέχα». Ακολούθησαν άλλες 50 ταινίες, 6 θεατρικά έργα και 5 βιβλία (το ένα παιδικό).
Ποια να ’ναι άραγε τα «κλειδιά» μιας τέτοιας δημιουργικότητας;
Πρώτον -και δυστυχώς για τους αντισημίτες- το φυλετικό του λίκνο. Το εβραιο-αμερικανικό περιβάλλον υπήρξε προφανώς εξαιρετικά γόνιμο κατά τον 20ό αιώνα, αφού ανέδειξε δύο Νομπελίστες συγγραφείς –τον Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ και τον Σάουλ Μπέλοου- κι έναν εξίσου σπουδαίο, τον Φίλιπ Ροθ, που οι νεανικές εικόνες στα μυθιστορήματά του θυμίζουν Γούντι Άλεν.
Δεύτερον, η παροιμιώδης ικανότητά του να αφομοιώνει καλλιτεχνικές επιρροές. Στις πρώτες του ταινίες συνδιαλέγεται απροκάλυπτα με τους σουρεαλιστές κωμικούς αδελφούς Μαρξ. Η «Χάνα και οι αδελφές της» του 1986 χρωστούν πολλά στον Μπέργκμαν και τον Τσέχοφ, ενώ το «Match point» δεν θα υπήρχε μάλλον δίχως τον «Ταλαντούχο κύριο Ριπλέι» της Πατρίτσια Χάισμιθ. (Και η Χάισμιθ, βέβαια, έπλασε -κατά τη γνώμη μου- τον ήρωά της πάνω στα χνάρια του «Απατεώνα Φέλιξ Κρόουλ» του Τόμας Μαν. Παρθενογένεση στην Τέχνη δεν υφίσταται…)
Τρίτον, ο συνδυασμός της σκληρότατης εργασίας με την υπερφυσική του σχεδόν ιδεόρροια. «Οι ιδέες μου έρχονται παντού και πάντα!», λέει ο ίδιος. «Όταν περπατάω, όταν ξυρίζομαι, μόλις πρωτομπαίνω σε κάποιο δωμάτιο…Τις σημειώνω πάνω σε χαρτοπετσέτες και τις πετάω σε ένα τεράστιο συρτάρι του γραφείου μου. Αργότερα τις ξεσκαρτάρω…». Κινηματογραφικά, ο Γούντι Άλεν εφαρμόζει τις προσωπικές του τεχνικές. Ο ήχος είναι συνήθως νοσταλγικά μονοφωνικός ενώ, πριν από τα γυρίσματα, ο κάθε ηθοποιός δεν γνωρίζει -φημολογείται- παρά τις δικές του αποκλειστικά ατάκες, ώστε να εκπλήσσεται γνήσια ακούγοντας τα λόγια των άλλων.
Στα εβδομήντα τρία του και με πέντε βραβεία Όσκαρ στο ενεργητικό του, ο Γούντι Άλεν προσδοκά ακόμα να γυρίσει τη μεγάλη ταινία - «… το “Μανχάταν”, ό,τι κι αν λένε οι κριτικοί, δεν είναι αρκετά βαθύ…». Συνεχίζει να παίζει κλαρινέτο με τη «New Orleans Jazz Band», κάνοντας και κάποιες μοσχοπληρωμένες, όπως οι αθηναϊκές, «αρπαχτές». Έχει εγκαταλείψει τη Νέα Υόρκη για χάρη αρχικά του Λονδίνου, κατόπιν της Βαρκελώνης και τώρα του Λος Άντζελες, στο οποίο πρόκειται σύντομα να σκηνοθετήσει όπερα.
Επιμένει να ερωτεύεται -πλατωνικά ή μη- περίβλεπτες καλλονές, δίνοντας σε μια υποθετική αισθηματική βιογραφία του τον τίτλο «Από την Ντάιαν Κίτον στη Σκάρλετ Γιόχανσον…». Εξακολουθεί κοντολογίς να είναι ένα «τρομερό» παιδί, που κάνει οίστρο της ζωής τον τρόμο του θανάτου. «Δεν είναι ότι φοβάμαι να πεθάνω. Απλώς δεν θέλω να ’μαι εκεί εκείνη τη στιγμή», αυτοσαρκάζεται ο Γούντι Άλεν. Προφανώς το εννοεί. Βρίσκεται πάντα κάπου αλλού, έχοντας στα σκαριά κάτι καινούργιο.

http://www.e-tipos.com/content/staticfiles/issues/2008/10/26/261008%2062.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια: