Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Οι «ολίγον» βασανιστές της χούντας


Συμπληρώνονται σήμερα 42 χρόνια από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Η δικτατορία του 1967 έχει περάσει στην ιστορία. Οι τελευταίες γενιές που την έζησαν δίνουν σιγά σιγά τη σκυτάλη...
Οι μαρτυρίες λιγοστεύουν και το ενδιαφέρον για την περίοδο περιορίζεται σε ειδικευμένους επιστήμονες και ερευνητές ειδικών αρχείων.
Όμως το περιεχόμενο των ζητημάτων που ετέθησαν πριν από τέσσερις δεκαετίες εξακολουθεί να στοιχειώνει την πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα. Το περιεχόμενο του φοιτητικού ασύλου, η αστυνομική αυθαιρεσία, η συγκάλυψη των βιαιοτήτων κατά πολιτών, η δυσκολία να αποδοθεί δικαιοσύνη σ' αυτές τις περιπτώσεις έχουν αξιοσημείωτες ομοιότητες με την περίοδο της μεταπολίτευσης.
Όπως έχουμε ξαναγράψει με άλλη ευκαιρία («Οι 12 μήνες που δεν άλλαξαν τον κόσμο», Ιός, 18/11/07), η εικόνα που έχουμε ως κοινωνία για τη δικτατορία βασίζεται στον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η κατάρρευσή της και στερεώθηκε το καθεστώς της μεταπολίτευσης. Σε μεγάλο βαθμό, δηλαδή, βλέπουμε τη δικτατορία μέσα από τα γυαλιά της μεταπολίτευσης.
Από την άλλη, όμως, μεριά, ορισμένα γεγονότα που σημάδεψαν εκείνη την περίοδο δεν είναι τόσο μακρινά από την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα την οποία βιώνουμε όλοι σήμερα.
Φέρνουμε σήμερα στη δημοσιότητα ένα σημαντικό ντοκουμέντο της μεταπολίτευσης. Πρόκειται για τα πρακτικά μιας δίκης που διεξήχθη στις 15 Δεκεμβρίου 1975 στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών. Ήταν μια από τις λίγες δίκες που διεξήχθησαν εκείνη την εποχή για να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι για τα βασανιστήρια πολιτών από τα όργανα της δικτατορίας.
Η αξία του ντοκουμέντου ενισχύεται από το γεγονός ότι στην υπόθεση αυτή πρωταγωνιστούν δύο πρόσωπα που έχουν και σήμερα εξέχουσα κοινωνική θέση, σε διαφορετικά βέβαια πόστα: Ο εισαγγελέας της δίκης εκείνης στην Πάτρα δεν είναι άλλος από τον κ. Γεώργιο Σανιδά, τον σημερινό εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο οποίος έχει επιδείξει ιδιαίτερη δραστηριότητα την τελευταία περίοδο.
Αλλά και ο μηνυτής, αυτός που υπέστη τα βασανιστήρια, είναι ο τότε φοιτητής Γιάννης Πουντουράκης, ο οποίος είναι σήμερα καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, στη Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών στον Τομέα Επικοινωνιών, Ηλεκτρονικής και Συστημάτων Πληροφορικής.
Από τα επίσημα πρακτικά της δίκης μεταφέρουμε τα βασικά στοιχεία από την κατάθεση του κ. Πουντουράκη, που ήταν τότε φοιτητής:
«Εγώ συνελήφθην την 16η Μαρτίου 1973, ήτο δε ημέρα Παρασκευή, απέξω από τη Λέσχη του Πανεπιστημίου Πατρών, από αστυνομικούς, κατ' εντολήν του κατηγορουμένου Α.Σ. και ενός άλλου αστυνόμου, ονόματι Λ., επειδή ήμουν μέλος της επιτροπής και πρόεδρος των Κρητών φοιτητών. Τότε ζητούσε η επιτροπή αίθουσα να συνεδριάσουμε, αλλά είχον απαγορευθή αι συνεδριάσεις εις το Πανεπιστήμιον.
»Την πρωίαν της ημέρας εκείνης ευρισκόμουν μαζί με άλλα μέλη της απεργιακής επιτροπής εις το γραφείον του εκπροσώπου του Πανεπιστημίου Πατρών, όπου σε κάποια στιγμή μας επήραν τηλέφωνο από την Λέσχην των φοιτητών, όπου είχον ούτοι εισέλθει, ότι η αστυνομία τούς ειδοποίησε να εξέλθουν, άλλως θα εξεβάλλοντο βιαίως. Κατόπιν τούτων εμείς επήραμε ταξί προκειμένου να πάμε εις την λέσχην.
»Όταν φθάσαμε εις την διασταύρωσιν των οδών Αλεξ. Υψηλάντου και Γεροκωστοπούλου, ο τροχονόμος που ήτο εκεί μας απηγόρευσε να περάσωμε, τότε εμείς κατεβήκαμε από το ταξί και μόλις μας αντελήφθησαν οι αστυνόμοι Σ. και Λ. του είπον του τροχονόμου να μας επιτρέψη να περάσουμε.
»Όταν εφθάσαμε εις την Λέσχην φοιτητών, ο Α.Σ. έδωσε εντολήν να μας συλλάβουν και αφού μας συνέλαβαν μας έβαλαν μέσα σε ένα αυτοκίνητο περιπολικό και μας μετέφεραν εις την Ασφάλεια. Όταν μας επήγαν εις τον 1ον όροφον εκεί ήσαν 15-20 αστυνομικοί οι οποίοι άρχισαν να μας κτυπούν με κλωτσιές, γροθιές και μας έριξαν κάτω από τα κτυπήματα.
»Όλα αυτά εγένοντο κατ' εντολήν των κατηγορουμένων. Κατόπιν μας επήγαν σε μία μεγάλη αίθουσα, όπου ήλθε και ο κατηγορούμενος Α.Σ. και μας είπε ότι το Πανεπιστήμιον το φτιάξαμε εμείς και δεν ημπορείτε εσείς να το διαλύσετε και άλλα πολλά, ήθελε δε να μας εκμηδενίση την προσωπικότητα. Εμένα μάλιστα με ερώτησε ο Α.Σ. γιατί τραγουδάμε το τραγούδι 'Πότε θα κάνει ξαστεριά' και του απήντησα ότι είναι δημοτικό τραγούδι.
»Εν συνεχεία με ερώτησε πότε πρωτοτραγουδήθηκε και εγώ του απήντησα "προ 500 ετών" και ακολούθως με ερώτησε γιατί το τραγουδάμε και του είπα "γιατί είχαμε Τούρκους" και αυτός τότε μου είπε "σήμερα έχουμε Τούρκους;" Και εγώ του απήντησα "δεν ξέρω". Τότε άρχισε να με βρίζη.
»Κατόπιν έπαιρναν έναν-έναν φοιτητήν οι αστυνομικοί. Εμένα με ωδήγησαν εις τον 4ον όροφον, όπου εκεί ήτο ο κατηγορούμενος Γ. Α., ο Α. Σ., ο Λ. Π. και άλλοι αστυνομικοί, αφού με πέταξαν κάτω μου πέρασαν τα πόδια μέσα σε μια καρέκλα και ο κατηγορούμενος Λ. Π. μου κρατούσε τα πόδια παραπάνω από τους αστραγάλους και ο κατηγορούμενος Γ. Α. με χτυπούσε με ένα ξύλο το οποίον είχε μήκος ένα μέτρο η δε διάμετρος αυτού ήτο 2,5-3 εκατοστά εις τα πέλματα των ποδών μου. Το ξύλο αυτό το σήκωνε ψηλά και έπαιρνε φόρα προκειμένου να με κτυπήση, μάλιστα ενθυμούμαι χαρακτηριστικά ότι σε μία στιγμή που τράβηξα τα πόδια μου χτύπησε το ξύλο σε ένα πλευρό της καρέκλας και έσπασε τούτο.
»Ο κατηγορούμενος Γ. Α. με χτυπούσε κατ' αυτόν τον τρόπον επί τρία τέταρτα της ώρας και αυτός ήτο ο φάλαγξ που μου έκαμαν. Κατά την ώραν του μαρτυρίου του φάλαγγος ο κατηγορούμενος Α. Σ. ήτο παρών. Με χτυπούσαν και μου έλεγαν να παραιτηθώ από μέλος της απεργιακής επιτροπής των φοιτητών, αλλά επειδή εγώ ηρνούμην να πράξω τούτο μου έλεγαν τούτο "θα σε χτυπούμε μέχρι να μας πης ότι θα παραιτηθής" και οι τρεις κατηγορούμενοι.
»Όταν σηκώθηκα από κάτω με έβαλαν να κάνω τροχάδην και ο κατηγορούμενος Γ. Α. με χτυπούσε με μία βέργα ξύλινη στις παλάμες, στους μηρούς και στην πλάτη. Το τροχάδην πιστεύω με έβαλαν να το κάνω προκειμένου να κυκλοφορήση το αίμα εις τα πόδια μου. Μάλιστα όταν κατόπιν με επήγαν σε ένα δωμάτιο ο κατηγορούμενος Α. Σ. μου είπε "τα ήθελες και τα έπαθες". Μετά από το δωμάτιο αυτό που με είχαν, με πήρε ο κατηγορούμενος Γ. Α. να δώσω κατάθεσι, εκεί όμως δεν με χτύπησε.
»Εγώ εζήτησα δικηγόρο προκειμένου ν' απολογηθώ, τον κ. Στεφανόπουλον, αλλά δεν μου επέτρεψαν και την άλλη ημέρα με παρέπεμψαν στο αυτόφωρο, αλλά επειδή εγένοντο διαδηλώσεις από τους φοιτητάς ανεβλήθη η δίκη για να γίνη την 10/8/1973. Λέγω ότι με εκτυπούσαν προκειμένου να μου πάρουν κατάθεσιν, δηλαδή να ωμολογήσω προκειμένου να με παραπέμψουν εις δίκην με κατηγορία ότι προέτρεπα τους συμφοιτητάς μου εις απεργίαν. Όταν μου έπαιρνε κατάθεσι ο Γ.Α. έγραφε ότι ήμουν μέλος της επιτροπής, ότι είχα πάει εις την λέσχην και εις το Πανεπιστήμιον, την οποία κατάθεσιν εγώ θα την υπέγραφα. Αυτά που έγραφε εις την κατάθεσίν μου ήσαν αλήθεια.
»Με χτυπούσαν προκειμένου να με εξουθενώσουν και να με βγάλουν από την επιτροπήν του απεργιακού αγώνος. Ο πρώτος λόγος που χτυπούσαν ήτο να παραιτηθώ από μέλος της επιτροπής κι ο δεύτερος λόγος να μην αρνηθώ να καταθέσω εις τον Γ. Α. Οι Γ. Α. και Λ., εκτός από τας εντολάς από το κέντρον, ανέπτυσσαν και ιδικήν των πρωτοβουλίαν, αλλά το κέντρον ανεχότανε αυτά που έκαναν.
»Τι ώρα με εκτύπησαν εις τον 4ον όροφον δεν ενθυμούμαι, διότι μας είχαν πάρει τα ωρολόγια όταν μπήκαμε μέσα. Εκτός από εμένα μέσα εις την Ασφάλεια εδάρησαν και άλλοι φοιτηταί. Εμένα με εκτύπησαν ημέραν Παρασκευήν προς Σάββατον και την Δευτέρα επήγα εις τον ιατρόν Τσ. εις το ιατρείον του το οποίο ευρίσκεται επί της Κορίνθου προκειμένου να με εξετάση».
Στο σημείο αυτό ο εισαγγελέας κ. Σανιδάς διέκοψε την κατάθεση, προκειμένου να σημειώσει μια αντίφαση που είχε κατά τη γνώμη του η εξιστόρηση του κ. Πουντουράκη, ότι δηλαδή στην προδικασία είχε δηλώσει ότι εξετάστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πατρών και όχι σε ιδιωτικό ιατρείο. Μάλιστα κατά τον κ. Σανιδά το σημείο αυτό ήταν τόσο σοβαρό ώστε χρειαζόταν να εξεταστεί αμέσως ο ιατρός.
Το δικαστήριο διέκοψε την κατάθεση του κ. Πουντουράκη για να εξετάσει το αίτημα του εισαγγελέα. Όταν συνέχισε, ο μηνυτής ανέφερε ότι στον γιατρό πήγε μόνο για το τραυματισμένο χέρι του που υποχρεώθηκε να κρατάει σε νάρθηκα. Αλλά τα σοβαρότερα χτυπήματα ήταν στα πέλματα:
«Όταν μου έκαναν φάλαγγα δεν μου έβγαλαν τα παπούτσια και τούτο είναι πιο επικίνδυνο. Πριν του φάλαγγος συνήντησα τον Α. Σ. και με απειλούσε ότι θα με τσακίση αν δεν σταματήσω τη δραστηριότητά μου. Μετά τον φάλαγγα μου πήραν κατάθεσιν. Την κατάθεσιν την έπαιρναν μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας. Από την λέσχην τότε συνελήφθησαν 12-13 άτομα και παρεπέμφθησαν εις το δικαστήριον μόνον 8 άτομα. Η σύλληψις όμως τότε έγινε κατ' επιλογήν. [...] Κατά την ώραν του φάλαγγος με ερωτούσαν αν θα παραιτηθώ από μέλος της απεργιακής επιτροπής».
Στη συνέχεια εξετάστηκε ο γιατρός Ν. Τσ., ο οποίος ήταν καθηγητής στο τοπικό νοσοκομείο. Και πάλι ο εισαγγελέας κ. Σανιδάς δεν έμεινε ικανοποιημένος και, παρά το γεγονός ότι υπήρχε σχετική ιατρική βεβαίωση, ζήτησε «όπως προσαχθώσιν τα βιβλία του Νοσοκομείου Πατρών, προκειμένου να διαπιστωθή εάν εισήχθη εις το ίδρυμα τούτο κατά μήνα Μάρτιον 1973 και ενοσηλεύθη ο περί ου πρόκειται παθών, Ιωάννης Πουντουράκης, διατασσομένης της κατασχέσεώς των».
Την καταγγελία του Γιάννη Πουντουράκη επιβεβαίωσαν και οι μάρτυρες κατηγορίας που εξετάστηκαν.
Ο Δημήτρης Δημητριάδης διηγήθηκε πώς τον συνέλαβαν κι αυτόν στη Λέσχη και τον μετέφεραν μαζί με τον Πουντουράκη στην Ασφάλεια: «Εκεί ήσαν 15-20 αστυνομικοί, οι οποίοι μας εξάπλωσαν κάτω και μας χτυπούσαν με κλωτσιές και με τα κλοπς μας χτυπούσαν στα χέρια και σε άλλα σημεία του σώματος. [...] Τον Πουντουράκη τον πήραν πρώτα και του έκαναν φάλαγγα. [...] Ο φάλαγξ είχε σκοπό να μας αποσπάσει ομολογίες».
Τον βασανισμό επιβεβαίωσαν και οι συγκάτοικοι του Πουντουράκη Θανάσης Σπανός και Κώστας Καραγκιουρλής, ενώ ο Χριστόδουλος Λέφας περιέγραψε τα πρησμένα πέλματά του και εξήγησε ότι τον βασάνισαν επειδή ήταν από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος και στόχος της χουντικής αστυνομίας ήταν να εκφοβίσει ολόκληρο τον φοιτητικό κόσμο της πόλης.
Ως μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν τρεις αστυνομικοί. Ο πρώτος, που υπηρετούσε ως υπασπιστής στην αστυνομική διεύθυνση Πάτρας την περίοδο του 1973 δήλωσε ότι, «ο μηνυτής πρωτοστάτησε εις τα γεγονότα της Λέσχης» και ότι «αν όπως ισχυρίζεται υπεβλήθη εις το μαρτύριον του φάλαγγος, διά ποίον λόγον δεν παρεπονέθη τότε εις τον Εισαγγελέα;» Ανάλογο ήταν το επιχείρημα και του δεύτερου μάρτυρα υπεράσπισης, ο οποίος ήταν αξιωματικός υπηρεσίας κατά τη σύλληψη του Πουντουράκη: «Σ' εμένα δεν παρεπονέθη κανείς ότι εκακοποιήθη».
Οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί αρνήθηκαν την κατηγορία. Ο επικεφαλής Α.Σ. άφησε το ενδεχόμενο «να κτυπήθηκε στην Λέσχη από καμιά κλοπιά αστυνομικού» (ένα είδος ζαρντινιέρας της εποχής), αλλά απέκλεισε να χτυπήθηκε μέσα στην Ασφάλεια:
«Ο Πουντουράκης και ανακρινόμενος ουδέν καν κατέθεσεν ότι ήτο κτυπημένος». Μ' άλλα λόγια, δεν είπε στους βασανιστές του ότι τον βασάνισαν...
Ο κ. Σανιδάς, πάντως, μέχρι τέλους διατήρησε την ίδια στάση: Βασισμένος σ' αυτά που ονόμασε αντιφάσεις μεταξύ των διαδοχικών καταθέσεων του μηνυτή, πρότεινε την ενοχή μόνο του Γ.Α. «δι' απλήν σωματικήν βλάβην, κατ' επιτρεπτήν μεταβολήν της κατηγορίας, την απαλλαγή δε του συγκατηγορουμένου του Λ. Π., δεχόμενος ότι δεν ετελέσθη το μαρτύριον του φάλαγγος, εις βάρος του παθόντος Ιωάννη Πουντουράκη. Ωσαύτως επρότεινε την απαλλαγήν απάντων των κατηγορουμένων διά την πράξιν της καταχρήσεως εξουσίας, εις βάρος του ως άνω παθόντος, καθ' όσον αύτη δεν ετελέσθη».
Τελικά το δικαστήριο δεν δέχτηκε την -ουσιαστικά απαλλακτική- πρόταση του κ. Σανιδά και δεν μετέτρεψε την κατηγορία. Με την απόφασή του απέρριψε και τα επιχειρήματα του εισαγγελέα περί αντιφάσεων:
«Οι κατηγορούμενοι κατά τον κρίσιμον ώδε χρόνον της 16 Μαρτίου 1973 ετύγχανον αξιωματικοί της αστυνομίας πόλεων, υπηρέτουν δε εν Πάτραις.
»Κατά την άνω ημεροχρονολογίαν υπό των φοιτητών του εν Πάτραις Πανεπιστημίου εξεδηλώθη, εκτός των άλλων, άμα και διά καταλήψεως υπ' αυτών της φοιτητικής λέσχης, αντίδρασις κατά του τότε καθεστώτος. Αι αστυνομικαί αρχαί συνέλαβον, εκτός των άλλων, κατά την άνω ημεροχρονολογίαν λόγω των φοιτητικών ως άνω αντιδράσεων και τον μηνυτήν Ιωάννην Πουντουράκην, φοιτητήν του ενταύθα Πανεπιστημίου. Ούτος ήτο, κατά τον άνω χρόνον, εκ των ιθυνόντων των φοιτητικών εκδηλώσεων. Μετά την σύλληψίν του ο μηνυτής, μετά των άλλων συλληφθέντων, προσήχθη εις το κατάστημα της ασφαλείας, ίνα, μετά σχηματισμόν της δικογραφίας, προσαχθή αρμοδίως.
»Εις το περί ου πρόκειται κατάστημα, οι εκ των κατηγορουμένων Γ.Α. και Λ.Π. εξηνάγκασαν τον μηνυτήν όπως "ξαπλώση" επί του δαπέδου γραφείου τινός. Είτα εξηνάγκασαν οι ανωτέρω τον μηνυτήν να θέση τους πόδας του εις το διάκενον του οπισθίου τμήματος (πλάτης) καθίσματος τινός. Εν συνεχεία ο εκ των κατηγορουμένων Γ.Α. ήρξατο διά χάρακος τινός να κτυπά μετά δυνάμεως τα πέλματα του μηνυτού.
»Ο έτερος των κατηγορουμένων εκράτει, καθ' όλην την διάρκειαν των άνω κτυπημάτων, τους πόδας του μηνυτού. Το τοιούτον (καταφορά κτυπημάτων) διήρκεσεν επί 45 λεπτά της ώρας. Μετά ταύτα ο ρηθείς Γ.Α. εκτύπησε πολλάκις τον μηνυτήν διά ξυλίνης βέργας εις τους μηρούς, πλάτην, κ.λπ. Συνεπεία των κτυπημάτων τούτων ο μηνυτής υπέστη μώλωπας, σκληρύνσεις και οιδήματα. Η τοιαύτη συμπεριφορά των άνω κατηγορουμένων απεσκόπη εις την καταπτόησιν του μηνυτού με την απωτέραν επιδίωξιν όπως ούτος παύση ασχολούμενος με την, κατά του τότε καθεστώτος, κίνησιν των φοιτητών. Διά της τοιαύτης συμπεριφοράς των κατηγορουμένων δεν εσκοπείτο η λήψις καταθέσεώς τινος του μηνυτού.
»Πάντα ταύτα προκύπτουν εκ της σαφούς καταθέσεως του μηνυτού, πλήρως συνεπικουρουμένης υπό των καταθέσεων των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, ιδία του Δημητρίου Δημητριάδη, και είναι αληθές ότι ο μηνυτής περιέπεσεν εις αντιφάσεις τινάς, ιδία αν εξητάσθη υπό ιατρού εις το εν Πάτραις κρατικώ Νοσοκομείω ή εν ιδιωτικώ ιατρείω, ουχ ήττον απεδείχθη περιτράνως, εκ σχετικής βεβαιώσεως της διευθύνσεως του αυτού νοσοκομείου, ότι ο μηνυτής και διαληφθείς μάρτυς εξητάσθησαν, κατά την 20 Μαρτίου 1973, εν τω άνω Νοσοκομείω (ούτοι είναι εγγεγραμμένοι εις τα άνω βιβλία υπ' αύξοντας αριθμούς 673 και 674/20-3-1973).
»Η κατάθεσις του μηνυτού και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας εξ ουδενός στοιχείου αναιρείται. Τα άνω κτυπήματα λόγω της μεθ' ην κατεφέρθησαν δυνάμεως και του χρόνου διαρκείας των, ηδύναντο να περιάγωσι τον μηνυτήν εις κίνδυνον ζωής και να επιφέρουν εις αυτόν βαρείαν σωματικήν βλάβην. Κατ' ακολουθίαν τούτων δέον να κηρυχθή ένοχος ο εκ των κατηγορουμένων Γ.Α. επικινδύνου σωματικής βλάβης, ο δε Λ.Π. ένοχος αμέσου συνεργείας εις την άνω πράξιν, άπαντες δ' οι κατηγορούμενοι αθώοι της πράξεως της καταχρήσεως εξουσίας».
Τελικά ο Γ.Α. καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών και ο Λ.Π. τεσσάρων μηνών με αναστολή, ενώ ο προϊστάμενός τους Α.Σ. κηρύχθηκε αθώος.
Ασφαλώς ξενίζουν τον σημερινό αναγνώστη οι χαμηλές ποινές που επιβλήθηκαν κι ακόμα περισσότερο η επιμονή του σημερινού ανώτατου δικαστικού (που είχε πρωτοδιοριστεί ως εισαγγελικός πάρεδρος στις 17/9/1971) να πέσουν στα μαλακά οι βασανιστές.
Όπως έχει επισημάνει ήδη από εκείνη την εποχή ο Γιώργος Καρράς, παρατηρήθηκε, τότε, μια εντελώς διαφορετική μεταχείριση των βασανιστών που προέρχονταν από τον στρατό (η περιβόητη ΕΣΑ των Χατζηζήση-Θεοφιλογιαννάκου) σε σχέση με τους προερχόμενους από την αστυνομία:
Για τους πρώτους ασκήθηκε αυτεπάγγελτη δίωξη και τα δικαστήρια τους επιφύλασσαν αυστηρές ποινές. Τα μέσα ενημέρωσης δεν έπαψαν επίσης να τους παρουσιάζουν ως ανθρωπόμορφα τέρατα.
Αντίθετα, για τους αστυνομικούς βασανιστές χρειαζόταν μήνυση των θυμάτων και ακολουθούσε μια επώδυνη διαδικασία με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Δεν είναι τυχαίο ότι λίγες μέρες πριν από το δικαστήριο της Πάτρας, στις 30/11/75, το Κακουργιοδικείο Χαλκίδας, από τους 14 κατηγορούμενους αστυνομικούς της Ασφάλειας Αθηνών αθώωσε τους 6, απάλλαξε άλλους 4 λόγω «εκπροθέσμου υποβολής μηνύσεως» και καταδίκασε μόνο 4 σε φυλάκιση λίγων μηνών με αναστολή.
Ο λόγος αυτής της διαφοράς στην ποινική αντιμετώπιση των βασανιστών είναι απλός: ενώ οι βασανιστές του στρατού είχαν υπερβεί τον ρόλο τους, στρεφόμενοι μάλιστα ακόμα και εναντίον ιεραρχικά ανωτέρων τους, οι βασανιστές της αστυνομίας έκαναν (σε υπερβολικό βέβαια βαθμό) αυτό που είχαν μάθει να κάνουν και πριν από τη δικτατορία. Παρέμειναν, δηλαδή, στο πλαίσιο των καθηκόντων τους. Τα βασανιστήρια δεν είναι έξω από την αστυνομική λογική. Δυστυχώς, τα συνεχιζόμενα κρούσματα αστυνομικής βίας επιβεβαιώνουν ότι ο κανόνας εκείνος εξακολουθεί να ισχύει και τώρα.

http://www.enet.gr/?i=issue.el.home&id=36522

Δεν υπάρχουν σχόλια: