Δευτέρα 18 Αυγούστου 2008

Η άγνωστη Κίνα: Θιβέτ, η στέγη του κόσμου…τρίζει


Οι πολυήμερες ταραχές του περασμένου Μαρτίου στο Θιβέτ, αλλά και τα επεισόδια κατά τη λαμπαδηδρομία της Ολυμπιακής Φλόγας σε διάφορες χώρες έφεραν στο προσκήνιο το θιβετιανό ζήτημα και αφύπνισαν τη διεθνή κοινότητα ως προς την ύπαρξή του.
Οι συγκρούσεις των Θιβετιανών με τις δυνάμεις ασφαλείας, αλλά και τους Κινέζους εποίκους έδειξαν ότι η περιοχή είναι ένα καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί ανά πάσα στιγμή και με κάθε αφορμή. Τελευταία αφορμή ήταν η επέτειος των ταραχών του 1959.
Εκ πρώτης όψεως, το ζήτημα δείχνει να είναι ένα απλό πρόβλημα ξένης εισβολής και κατοχής. Στην πραγματικότητα όμως, ποτέ στη σύγχρονη εποχή το Θιβέτ δεν απετέλεσε διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος παρά μόνο αυτοδιοικούμενο κινεζικό έδαφος με μία μακρά ιστορική πορεία στενά συνυφασμένη με την κινεζική.
Ακόμη και αυτή η γεωγραφική έννοια του Θιβέτ περιπλέκεται τόσο πολύ με την Κίνα ώστε κάποιοι ορίζουν τη «στέγη του κόσμου» ως τη σημερινή αυτόνομη περιφέρεια του Θιβέτ που δημιούργησε το Πεκίνο μετά την κατάληψη των εδαφών αυτών το 1951, ενώ άλλοι προσθέτουν και τις περιοχές του Αμντο και του ανατολικού Χαμ, που είναι τμήματα των κινεζικών επαρχιών Κινγκχάι, Γκανσού, Γιουνάν και Σιτσουάν, αν και περιέχουν πολυάριθμες κοινότητες Θιβετιανών.
Οι μόνες κάπως πιο ξεκάθαρες πτυχές του ζητήματος είναι τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα.
Οι Θιβετιανοί αναφέρουν ως κύρια πηγή δυσφορίας τους το ευρύ πρόγραμμα σινοποίησης του Θιβέτ, το οποίο εφαρμόζει το Πεκίνο με πολλούς τρόπους και πρωταρχικά μέσω της εγκατάστασης πολυάριθμων Κινέζων με προνομιακούς όρους και επαγγελματικές προοπτικές ή του διδασκόμενου εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο έχει σκοπό να πληγεί η θρησκευτική συνείδηση του θιβετιανού λαού που έχει αναμφισβήτητα και εθνική διάσταση.
Υποστηρίζουν, επίσης, πως από το 1959, οπότε το Πεκίνο ξεκίνησε την εφαρμογή δραστικών μεταρρυθμίσεων, ο θιβετιανός πληθυσμός φθίνει διαρκώς είτε λόγω βίαιων αντιποίνων από τις κινεζικές δυνάμεις ασφαλείας (αναφέρουν π.χ. 10.000 εκτελέσεις στο διάστημα 1952-58 μόνο στη βορειοανατολική περιφέρεια Κανλό) είτε εξαιτίας του ταχύρρυθμου οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού που επιβάλλει η κινεζική ηγεσία με σκοπό να περιθωριοποιήσει το θιβετιανό πληθυσμό και να τον αναγκάσει να μεταναστεύσει στην υπόλοιπη κινεζική επικράτεια, όπου θα αφομοιωθεί πολιτιστικά.
Το Πεκίνο υποστηρίζει πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει, παρά οι ταραχές αποτελούν οργανωμένο σχέδιο αποσταθεροποίησης, με ηθικούς αυτουργούς ξένες χώρες, οι οποίες εκλαμβάνουν τα μειονοτικά προβλήματα της Κίνας, και ιδίως το Θιβέτ, ως τρωτά σημεία που μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία για τη γεωπολιτική αποδυνάμωσή της.
Κατά πόσο όμως το Θιβέτ ανήκει ιστορικά στην Κίνα, όπως υποστηρίζει το Πεκίνο;
Η Ιστορία δείχνει πως και αυτό το ζήτημα είναι εξίσου περίπλοκο με το γεωγραφικό προσδιορισμό της έννοιας Θιβέτ.
Το πρώτο θιβετιανό βασίλειο που περιείχε το σύνολο σχεδόν των εδαφών που συγκροτούν το σημερινό Θιβέτ ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα μ.Χ. αλλά κατά το 13ο αιώνα κατακτήθηκε από τους Μογγόλους, μαζί με την Κίνα.
Έκτατε, το Θιβέτ ακολούθησε στενά τις τύχες της, τις κατά καιρούς διασπάσεις της και τις αλλεπάλληλες ενοποιήσεις της.
Οι πρώτες κινήσεις για την ανεξαρτητοποίηση του Θιβέτ ξεκίνησαν μόλις τον 20ό αιώνα, όταν η Κίνα ανακηρύχθηκε σε δημοκρατία.
Κατά το χάος που επακολούθησε, εκατοντάδες στρατηγοί ανέλαβαν τον έλεγχο εκτεταμένων κινεζικών επαρχιών και κυβερνούσαν σαν εντελώς ανεξάρτητοι φεουδάρχες.
Με τον ίδιο τρόπο στα τέλη του 1912 ο θιβετιανός κλήρος και οι φεουδάρχες ανακηρύσσουν την ανεξαρτησία του Θιβέτ.
Το κράτος αυτό δεν αναγνωρίστηκε από καμία άλλη χώρα και σε λιγότερο από δύο χρόνια η θιβετιανή ηγεσία ανακάλεσε επίσημα την ανεξαρτητοποίηση.
Αντίθετα, στις 3 Ιουλίου 1914 υπέγραψε τη συνθήκη της Σίμλα με την οποία το Θιβέτ οριζόταν ως αυτοδιοικούμενο τμήμα της κινεζικής επικράτειας.
Η επικράτηση των κομμουνιστών στον κινεζικό εμφύλιο πόλεμο, ομοίως, αρχικά δεν έφερε καμία αλλαγή. Τα κινεζικά κομμουνιστικά στρατεύματα κατέλαβαν το Θιβέτ σχεδόν αμαχητί το 1951 και το αυτοδιοικούμενο της χώρας συνεχίστηκε και επιβεβαιώθηκε από τη συμφωνία που υπέγραψαν με τους απεσταλμένους του Πεκίνου ο Δαλάι Λάμα και ο Πάντσεν Λάμα.
Οι ριζικές αλλαγές στο Θιβέτ ξεκίνησαν μόνο το 1959, όταν γαιοκτήμονες και μοναχοί εξεγέρθηκαν με αφορμή τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις που εφάρμοζαν οι κινεζικές αρχές στη γειτονική κινεζική επαρχία Σιτσουάν.
Ο Δαλάι Λάμα και πολλοί οπαδοί του κατέφυγαν τότε στην Ινδία λόγω του φόβου αντιποίνων από τις κινεζικές αρχές, οι οποίες προχώρησαν στη δήμευση των τεράστιων εκτάσεων που κατείχαν οι φεουδάρχες και τα μοναστήρια και στη διανομή τους στους ακτήμονες.
Η ένοπλη αντίδραση ορισμένων μοναστηριών είχε ως αποτέλεσμα την κατεδάφισή τους από τον κινεζικό στρατό, την επιβολή βίαιων αντιποίνων και την εφαρμογή του προγράμματος σινοποίησης που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Ήταν όμως μέχρι τότε το Θιβέτ ένας επίγειος παράδεισος, η ιδανική Πολιτεία για την οποία μιλούν τόσα βιβλία και ταινίες του Χόλυγουντ;
Τα ιστορικά στοιχεία, αλλά και ανεξάρτητες μαρτυρίες αναφέρουν πως μέχρι τότε το σύνολο σχεδόν των αγροτών και γεωργών (60% επί 1.250.000 ανθρώπων) ήταν δουλοπάροικοι σε λίγες εκατοντάδες φεουδαρχών, μεταξύ των οποίων μεσολαβούσαν μόλις 10.000 έμποροι.
Τα δε μοναστήρια είχαν δικαίωμα ζωής ή θανάτου επί των χιλιάδων δουλοπάροικων που κατείχαν.
Το θεοκρατικό καθεστώς φορολογούσε επίσης κάθε δραστηριότητα: ο Θιβετιανός πλήρωνε φόρο για να παντρευτεί, κάθε φορά που αποκτούσε παιδί ή πέθαινε κάποιος συγγενής του, όταν χόρευε ή τραγουδούσε σε θρησκευτικές γιορτές.
Οι φεουδάρχες και τα μοναστήρια εξαιρούνταν από τη φορολογία, η οποία είχε ουσιαστικά είχε ως σκοπό τη διαιώνιση του συστήματος, αφού όποιος Θιβετιανός δεν μπορούσε να πληρώσει τους φόρους γινόταν δουλοπάροικος.
Ο διάσημος Αυστριακός ορειβάτης Χάινριχ Χάρερ στο βιβλίο του «Επτά χρόνια στο Θιβέτ», το οποίο έγραψε μετά τη 15ετή διαμονή του στη «στέγη του κόσμου», περιγράφει γλαφυρά το πώς κάθε πτυχή του δημόσιου και ιδιωτικού βίου των Θιβετιανών καθοριζόταν και επιτηρείτο στενά από τον κλήρο.
Η κατάσταση αυτή άλλαξε άρδην από το 1959 αλλά, όπως δείχνουν τα γεγονότα που σημειώθηκαν έκτοτε, ο θιβετιανός λαός πέρασε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη: από τη φεουδαλική θεοκρατία και την απομόνωση του παρελθόντος (το Θιβέτ ήταν «κλειστό για τους ξένους από το 1850 ως το 1959), βρέθηκε να αντιμετωπίζει καθημερινά τις συνέπειες της πολιτικής σινοποίησης που εφαρμόζει το Πεκίνο –το οποίο τον μεταχειρίζεται ως «μία ακόμη» από τις 55 μειονότητες της επικράτειάς του.
Ο 14ος Δαλάι Λάμα, ή κατά κόσμον Τζιτσούν Τζαμφέλ Νγκαουάνγκ Λομπσάνγκ Γισέ Τεντσίν Γκιατσό, είναι ο πνευματικός, αλλά και πολιτικός ηγέτης των ανά τη γη Θιβετιανών.
Βραβευμένος με το Νόμπελ Ειρήνης του 1989, είναι για τους Θιβετιανούς ο επικεφαλής της εξόριστης κυβέρνησής τους που εδρεύει στην Νταραμσάλα της Ινδίας, ενώ για την Κίνα είναι το ζωντανό σύμβολο του ξεπερασμένου, θεοκρατικού παρελθόντος του Θιβέτ.
Ο χαρισματικός ηγέτης γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου 1935 και ενθρονίστηκε το Νοέμβριο του 1950, λίγους μόλις μήνες προτού η Κίνα ανακτήσει τον έλεγχο του Θιβέτ.
Μετά τις ταραχές του 1959 κατέφυγε στο εξωτερικό μαζί με 100.000 οπαδούς του, απ’ όπου συνεχίζει τον αγώνα του για την πολιτιστική αυτονομία του Θιβέτ, καθώς επισήμως δεν θέτει θέμα ανεξαρτητοποίησης και απόσχισης από την Κίνα.
Προσέφυγε επανειλημμένα στον ΟΗΕ, του οποίου η Ολομέλεια υιοθέτησε τρεις φορές ψηφίσματα υπέρ του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Θιβετιανών.
Το 1987 πρότεινε σχέδιο ειρήνης για το Θιβέτ, βάσει του οποίου θα τερματίζονταν ο αποικισμός του από Κινέζους και η χρήση του εδάφους του για την κατασκευή και δοκιμή των κινεζικών πυρηνικών όπλων, ενώ παράλληλα οι Θιβετιανοί θα αποκτούσαν το δικαίωμα αυτοδιοίκησης.
Το τεράστιο διεθνές κίνημα συμπαράστασης στο Θιβέτ αποτελεί κατεξοχήν δημιουργία του Δαλάι Λάμα, με τις περιοδείες ανά την υφήλιο που ξεκίνησε το 1967.
Ο Δαλάι Λάμα έχει επίσης οικοδομήσει στενές σχέσεις με τον ακαδημαϊκό, πολιτικό και καλλιτεχνικό κόσμο των ΗΠΑ. Έχει λάβει πολυάριθμους τιμητικούς τίτλους αμερικανικών πανεπιστημίων, ενώ το 2007 έλαβε από τον ίδιο τον Αμερικανό πρόεδρο Τζορτζ Μπους το χρυσό μετάλλιο του Κογκρέσου.
Το φιλοθιβετιανό «λόμπι» του Χόλιγουντ είναι πανίσχυρο και υποστηρίζεται από πολλούς αστέρες, όπως ο Ρίτσαρντ Γκιρ και ο Στίβεν Σιγκάλ.
Δεν είναι τυχαίο πως το 2005 και το 2008 το περιοδικό «Time» τον συμπεριέλαβε στον κατάλογο με τους 100 πιο ισχυρούς ανθρώπους στον κόσμο.
Δεν λείπουν ωστόσο και οι σκοτεινές πλευρές. Έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα πως ανάμεσα στους χορηγούς του περιλαμβάνονται ιδρύματα ή οργανώσεις-βιτρίνα ξένων μυστικών υπηρεσιών.
Το δε Οκτώβριο του 1998, η εξόριστη θιβετιανή κυβέρνηση, της οποίας ηγείται, παραδέχθηκε πως τη δεκαετία του ’60 λάμβανε χρηματοδότηση από τη CIA, ενώ προμήθευε στην αμερικανική υπηρεσία εθελοντές, οι οποίοι εκπαιδεύονταν ως πράκτορες ή ως μέλη ενός μυστικού, αντικομμουνιστικού στρατού.
Πάντως, κατά τις ταραχές του περασμένου Μαρτίου στο Θιβέτ, ο Δαλάι Λάμα απείλησε τους υποστηρικτές του πως θα παραιτηθεί αν συνεχιστεί η βία, αν και στη συνέχεια κατηγόρησε το Πεκίνο για «πολιτισμική γενοκτονία» των Θιβετιανών.
Έχει επίσης ταχθεί εναντίον του μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών του Πεκίνου.
Η λαμπαδηδρομία με την Ολυμπιακή Φλόγα απετέλεσε μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για το ισχυρό διεθνές φιλοθιβετιανό κίνημα να προβάλει το ζήτημα του Θιβέτ στη διεθνή κοινότητα, αμαυρώνοντας παράλληλα την εικόνα της Κίνας.
Μαζί με τους φιλοθιβετιανούς ακτιβιστές συντάχθηκαν οπαδοί της απαγορευμένης στην Κίνα αίρεσης Φαλούν Γκονγκ και διάφορες οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τα προβλήματα ξεκίνησαν ήδη από την Ολυμπία στις 24 Μαρτίου 2008, μετά την τελετή της αφής, όταν Γάλλοι ακτιβιστές ξεδίπλωσαν πανό με αντικινεζικά συνθήματα. Ουσιαστικά όμως η λαμπαδηδρομία άρχισε να εξελίσσεται στη «μάχη της δάδας» στον τρίτο σταθμό της (μετά την ίδια την Κίνα και το Καζακστάν), την Κωνσταντινούπολη στις 3 Απριλίου, όπου εξόριστοι Ουιγούροι μειονοτικοί επιχείρησαν να τη διακόψουν.
Στο Λονδίνο, στις 6 Απριλίου, η λαμπαδηδρομία εξελίχθηκε σε επτάωρο κυνηγητό της Φλόγας, με Κινέζους «μυστικούς» αστυνομικούς για παραστάτες να απωθούν διαρκώς τους ακτιβιστές.
Εξίσου επεισοδιακή ήταν η λαμπαδηδρομία στο Παρίσι, όπου όμως στις εκδηλώσεις των φιλοθιβετιανών μετείχαν και βουλευτές απ’ όλα τα γαλλικά κόμματα.
Γενικότερα, σε κάθε χώρα η λαμπαδηδρομία έγινε αντικείμενο συζητήσεων για το Θιβέτ, λόγος λήψης δρακόντειων μέτρων από τις Αρχές και το μήκος της περικόπηκε δραστικά για λόγους ασφαλείας.
Επίσης, οι έντονες διαμαρτυρίες των φιλοθιβετιανών κατά τη λαμπαδηδρομία ξεκίνησαν μία ολόκληρη παραφιλολογία περί μποϊκοτάζ των Ολυμπιακών με κάθε τρόπο: από τη φημολογούμενη αποχή πολιτικών ηγετών από την τελετή έναρξης ως τη διεξαγωγή παράλληλης λαμπαδηδρομίας σε 40 χώρες από οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το Πεκίνο αναγκάστηκε να κινητοποιηθεί είτε επιστρατεύοντας τη Διασπορά και τους μεταπτυχιακούς φοιτητές της στο εξωτερικό για αντιδιαδηλώσεις είτε υποστηρίζοντας έμμεσα «κινήσεις από τα κάτω», όπως το μποϊκοτάζ της γαλλικής αλυσίδας Καρφούρ το οποίο ξεκίνησαν οι Κινέζοι χρήστες του Διαδικτύου επειδή πίστευαν ότι χρηματοδοτεί τον Δαλάι Λάμα.
Εν τούτοις, η επικοινωνιακή ζημιά που υπέστη η Κίνα είναι ανυπολόγιστη, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι οι αφίξεις τουριστών κατά τον Ιούνιο σημείωσαν πτώση 15% σε σχέση με την περσινή περίοδο, ενώ οι κρατήσεις για τον Αύγουστο δείχνουν επίσης πτωτική τάση, η οποία αποδίδεται από τους τουριστικούς πράκτορες εν μέρει και στα πολιτικά προβλήματα στο Θιβέτ.

http://www.e-tipos.com/pdfViewer?searchtype=bypage&selectedissuedate=07%2F08%2F08&selectedpart=194&selectedpage=2&selectedinsert=28

Δεν υπάρχουν σχόλια: